ΑΡΓΩ Ή ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ (*)

1390

Ας υποθέσουμε μίαν “Αργώ”, ένα πλοίο που εδώ μπορεί να είναι και αερόπλοιο, πλήρες κάθε θαυμαστής μας ιδιότητας, πλήρες προσώπων που το καθένα θα αντιπροσωπεύει μια εκδοχή της πιο ιδανικής μας θέασης για τον κόσμο. Ας φανταστούμε εκείνη την Αργώ να ξεκινά το ταξίδι της μεσημέρι, λουσμένη στο παράξενο φως της Μυτιλήνης, να υψώνεται αργά πάνω από ελαιώνες και στολισμένους κήπους, όλο και πιο ψηλά πάνω από λευκασμένους κόλπους με τα νόστιμα αρχαία ρήματα, πάνω απ’ τη γη που γέννησε τον Έρωτα και τη Σαπφώ, να διατρέχει χορεύοντας στο αεράκι του μεσημεριού τον θόλο πάνω απ’ τα νησιά του Αιγαίου, και να κινείται δυτικά να μπει στην αγκαλιά του Παγασητικού που άνοιξε και την καλεί από μακριά, πίσω αφήνοντας της Μικρασίας τα παράλια, το Αϊβαλί με το κανονάκι και τους αργυροκέντητους ήχους του, την Τροία που θαμμένη κάπου περιμένει των Αχαιών το αλογάκι, να φτάσει, να κατέβει και να προσεδαφιστεί εκεί, στο ποτισμένο παραμύθια του Πηλίου βουνό, να ακουμπήσει το πανάλαφρο σαν σκέψη της άνοιξης φορτίο της στα δάση που φιλοξενήσανε τους Κενταύρους, στο μέσον μιας τοπογραφίας που μάθαμε κι εμείς να λέμε Ελλάδα. Λίγο πιο πάνω βλέπεις τη χιονισμένη χαίτη του Ολύμπου κι ακούς αν θέλεις τους θεούς που ακόμα κοροϊδεύουν τα καμώματά μας.

Ανάμεσα στους επιβαίνοντες σ’ αυτήν την Αργώ, ένας ζωγράφος απ’ τα γεννοφάσκια του, φουστανελάς από επιλογή και κάπως απροσάρμοστος, κάπως τρελός κατά πώς ήθελε η γενναιότητά του να είναι. Κρατά στην αγκαλιά του ένα μικρό μπαούλο ζωγραφιές και χρώματα, και άλλα ιερά που από παιδί το βλέμμα του αποθησαύριζε, περιπλανώμενο μες στη διάφανη φύση της γενέτειρας. Ξενιτεμένος, ναι. Αλλά ετούτο το φως που τον οδηγεί κι ετούτος ο άνεμος είναι ίδια παντού στην Ελλάδα που ονειρεύεται, παντού μιλούν σαν παραμύθια της γιαγιάς, και να γιατί το πρώτο πράγμα απ’ το οποίο θέλησε αυτός ο άγιος να ξεφύγει ήταν ο σφιχτός βρόγχος μιας οικογένειας που δεν καταλάβαινε από τέτοια παραμύθια. Η μοίρα η δική του ήτανε να φεύγει, γι’ αυτό ποτέ δεν ρίζωσε ούτε στην ξενιτιά, ούτε στον τόπο του. Άφησε μοναχά πατήματα εκείνης της παράξενης πορείας, σε καφενεία και σε σπίτια που για λίγο τον φιλοξενήσανε. Η καθαρή ψυχή του όμως ήθελε μονάχα μία οικογένεια, τους ήρωες του εικοσιένα και τον Μεγαλέξανδρο, το γαλανό μιας θάλασσας παράξενης σαν μάνα και σαν νοσταλγία, και το πολύβουο του τζίτζικα ανάμεσα στα φύλλα της ελιάς, που είχε κι αυτός το μερτικό του στη μαγεία αυτού του δέντρου.

Ας φανταστούμε ακόμα ότι είμαστε συνεπιβάτες του Θεόφιλου σε κείνο το ταξίδι του, και πως δουλειά μας μες σε τούτο το όνειρο είναι να καταλάβουμε ποιόν ήρωα κουβαλάμε χρέος εμείς οι ίδιοι να ενσαρκώσουμε. Όλα τα υλικά είναι εδώ. Μπογιές φτιαγμένες απ’ το χέρι του, σπαθιά που μες στις ζωγραφιές δεν σφάζουν άλλο απ’ τους φόβους μας, κι ένα μικρό μαντολίνο για να τραγουδά εκείνο που η φωνή μας δεν ξέρει. Ο τρελός μας δάσκαλος μουρμουρίζει στον ύπνο του πως τίποτα στον κόσμο δεν είν’ πιο δύσκολο απ’ το να αξιωθείς ένα παρθένο κοίταγμα στα πράγματα, κι όποιος θέλει να λέγεται τεχνίτης αυτό είν’ το πρώτο και το μόνο που έχει για να κατορθώσει. Ας φανταστούμε το λοιπόν πως μ’ ένα τέτοιο όργανο ανά χείρας -αυτό το μαντολίνο που για τον καθένα είναι κάτι άλλο- με μια τέτοια λυρική έκφραση του πολέμου μέσα στη ζωή, πορευόμαστε προς ένα Πήλιο που θα μας φιλοξενήσει με τον τρόπο που ίσως κάποτε αξιώθηκε να γειτνιάσει με μια μεγάλη ψυχή ενδεδυμένη τα λερωμένα ρούχα του αφελούς τώ κόσμω.

1432

Ανάμεσα στους ανθρώπους που περιέσωσαν τη σημασία του Θεόφιλου υπήρξε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, δικαιωματικά συνεπιβάτης μας σε τούτη την Αργώ. Και η δική του μετέπειτα συμβολή υπήρξε στ’ αλήθεια μια ποίηση απαλλαγμένη απ’ την πόζα της τεχνικής, γεμάτη κι αυτή τους δικούς του ήρωες, κι αθώα τόσο ώστε να αντιλαμβάνεται την ερωτική βία ως θεία τρυφερότητα. Ισχυρίζομαι ότι ο Μέγας Ανατολικός καθώς και το Αργώ ή πλους αεροστάτου, η Οκτάνα του, και άλλα τέτοια τέρατα υπέροχα, κατάγονται απ’ το μπαουλάκι του Θεόφιλου, που με τον δικό του τρόπο τον απελευθέρωσε απ’ την δυτική παιδεία και τον έκανε έναν τεχνίτη ικανό να παιανίσει με κάθε τρόπο μια ποίηση σωματική.

Κι εδώ να μην ξεχάσουμε πως η Ελληνική ψυχή κάποτε θεωρούσε αυτονόητα απορριπτέο ό,τι δεν ήτανε βαθιά ριζωμένο στη δική μας σωματική σχέση με τον κόσμο. Εμείς, παιδιά μιας τέχνης δυτικοθρεμμένης, έχουμε επιπροσθέτως το βάρος της ευθύνης να φυλαχτούμε απ’ τον οδοστρωτήρα της τεχνικής, απ’ την εκλογίκευση της έκφρασης -και να εδώ ο πρώτος αμαρτωλός!- να έχουμε διαρκώς κατά νου αυτήν την λεπτομέρεια που οι σύμμαχοι ποτέ δεν θα αξιωθούν να καταλάβουν. Εμείς θα πρέπει να υποκαταστήσουμε- όπως κι η βυζαντινή παράδοση ήξερε να μας πει- ό,τι λείπει απ’ την πιστή αντιγραφή της φύσης με ένα περίσσευμα ψυχής, με μια αναβάθμιση του Νοήματος στην κλίμακα των αξιών. Η συναισθηματική μας ιστορία καλεί σε ένα ξεκάθαρο προσκλητήριο, πολύ περισσότερο μέσα σ’ αυτήν την “κρίση” που θεωρεί αυτονόητα εκείνα που μας είναι ξένα.

Στη δική μας περίπτωση πρωτοστατεί η απείθεια στο πρωτότυπο, η απόσταση από την φλυαρία της περιγραφής, και η επένδυση του έργου μας έτσι ώστε να διασώζεται ο ψυχικός παλμός του τεχνίτη και όχι η φωτογραφική (ή, εδώ, η μουσικά “ορθή”) αναπαραγωγή. Γιατί σε μας ο ήχος είναι ψυχική ανάμνηση κι όχι επαγγελματική υποχρέωση -να τι μας διαφοροποιεί από “εκείνους”. Ο κόσμος που προτείνει ο τεχνίτης είναι ένας κόσμος-αντίδοτο στην φρίκη, κι έτσι το έργο είναι κάτι αντίστοιχο με μια μεγάλη μάχη. Ειδοποιός διαφορά -σε τούτη τη σύγκρισή μας με τους σκοπούς των δυτικών- είναι η ιερότητα των αισθήσεων, που πρέπει πάση θυσία να διαφυλαχθεί. Ο τρόπος για να πάει κανείς εκεί είναι πάντα προσωπικός, κι έτσι σε μας αναμετριέται σε κάθε μικρή κίνηση η ιδιοφυΐα με την μετριότητα. Κι ακόμα η ισορροπία ανάμεσα στα “μικρά” και τα “μεγάλα”, που μόνο η ειδική ποιότητα της ελληνικής φύσης μπόρεσε να διασώσει σαν στάση ζωής μέσα στους αιώνες. Πλούσιες μάχες, που με τη λογική μόνο το άρωμά τους μπορείς να χαϊδέψεις. Προϋποθέτουν γενναιότητα κι άσκηση διαρκή, και να γιατί εκείνον τον τρόπο είναι που διαλέξαμε.

1420

Ο δικός μας τρόπος είναι η μουσική. Κι εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο που μια ευλογημένη τύχη μας πέταξε, είναι ξεκάθαρος ο δρόμος που έχουμε να διαβούμε. Η αγνότητα του βλέμματος, που πρώτοι ο Teriade, ο Ελύτης κι ο Εμπειρίκος διέγνωσαν σ’ εκείνον τον χαμένο άγιο της Μυτιλήνης και του Πηλίου, είναι το πρώτο ζητούμενο. Κι εμείς, πιάνοντας ένα νήμα απ’ τη βάση της παράδοσής μας -αυτήν που έθρεψε αυτούς τους πλούσιους αστούς όσο και τον Θεόφιλο- θα σκύψουμε στις αρχές των άλλων αναχωρητών του τόπου, του μέσου αιώνα, ασκητών της πιο Ελληνικής στην ιστορία φύσης, που κατάφεραν μέσα απ’ τον βίο τους να αφήσουν τροχιοδεικτικά για την δική μας πορεία. Μιλάω για τα κείμενα των αναχωρητών του μέσου αιώνα στην ανατολή, που στις αρχές τους θα στηρίξουμε έναν έλεγχο της μουσικής μας πράξης για να δούμε την αλήθεια της.

Αυτός ο δρόμος δεν είναι εύκολος, είναι όμως ο μόνος που μπορούμε με ειλικρίνεια και γενναιότητα να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε μια μέρα να έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας ότι κινηθήκαμε στην ουσία της τέχνης μας και όχι στην εύφορη επιφάνειά της. Ας κάνει ο καθένας ό,τι τον καλεί η φύση του στην υπεραγορά του μεταμοντέρνου τίποτα. Αύριο ίσως να λέμε πως ήταν τιμή μας που βρεθήκαμε σ’ αυτήν εδώ την ομάδα.

Γιώργος Μουλουδάκης, 1η Αυγούστου 2015

(*) Ο τίτλος του “σεμιναρίου κιθάρας” με την ομάδα μας και τον Γιώργο Μουλουδάκη, που θα πραγματοποιηθεί στο Αρχοντικό Τσιμπούκη της Μακρινίτσας από τις 3 ως τις 9 Αυγούστου 2015. (Σήμερα αυτό το σεμινάριο είναι πλήρες εκτελεστών, αλλά πάντα ανοιχτό σε όποιον φίλο θέλει να το παρακολουθήσει σαν ακροατής και να βρεθεί αυτές τις λίγες μέρες στην ομάδα μας)

Και εδώ, οι σχετικοί σύνδεσμοι:

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΗ ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ-ΕΝΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΚΙΘΑΡΑΣ

Η 47Η ΗΜΕΡΑ ΕΝΟΣ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΖΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΙΓΙΣΜΟ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ(*)

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ

Μακρινίτσα τελικό Γ.001

Σχολιάστε