ΕΝΑΣ ΙΟΣ ΜΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΓΟΥΣΤΑ

2020-02-24t231358z_166911915_rc2b7f9jw3kk_rtrmadp_5_china-health-banks-thumb-large

Το ξέραμε πως εδώ και δεκαετίες κολυμπάμε σε αλλότρια ύδατα. Πως κάποια μέρα θα ξυπνούσαμε καταμεσής στον εφιάλτη. Εκείνο που δεν ξέραμε είναι το πότε. Τώρα ήρθε το πότε. Και τι είναι ο εφιάλτης άραγε, αν όχι κάθε ξένο στην ψυχή μας ον που κατακυριεύει, σαν τον Πόρφυρα του Σολωμού, την αφανή πλευρά ετούτης της παράξενης λίμνης που σκεπάζει τη ζωή μας;

Ο ιός, που ήρθε από μια χώρα τόσο μακρινή και τόσο δική μας όσο η Κίνα, με τα αρχαία της ιδεογράμματα και μια πνευματικότητα αντάξια της κάποτε ρίζας μας, ξεσκέπασε στη μνήμη αλήθειες που με κάθε κόστος θέλαμε να παραβλέπουμε:

Εχθρός των άλλων

Κάποτε λέγαμε ότι αυτό που γίνεται στην αντίπερα όχθη της υφηλίου μας αφορά αυτόματα και πως μια πεταλούδα που ανοίγει τα φτερά της σ’ ένα Κυκλαδίτικο περιβόλι επηρεάζει την ανθοφορία των φυτών σε έναν κήπο της Ιαπωνίας. Τότε μας λέγανε ρομαντικούς και μας γυρνούσανε την πλάτη. Σήμερα, που η εικόνα ντύθηκε το βαρύ πανωφόρι της θανατηφόρας ίωσης και χτύπησε με εκατό ατσάλινα σφυριά το σήμαντρο του φόβου, οι μακάρια κοιμώμενοι στην κούνια της ηλεκτρονικής ευμάρειας τινάχτηκαν απ’ τον ύπνο, κατατρομαγμένοι. Αλλά οι βάρκες του Τιτανικού δεν μας χωράνε πλέον όλους.

Αλληλεγγύη από νάιλον

Κάποτε λέγαμε ότι η καλοσύνη κι η αγάπη στον πλησίον μας δεν είναι ρούχο που το νοικιάζεις στο παγκάρι της εκκλησίας και το φοράς σαν την αποκριάτικη στολή, ανάλογα την περίσταση, και πως εκείνοι που με τυμπανοκρουσίες διαλαλούν φιλανθρωπίες προς τους ανήμπορους αυτής της γης ταΐζουν μοναχά τον οισοφάγο του ναρκισσισμού τους μ’ εύπεπτα καλούδια, που αφήνουν τον καιρό να περπατά αμέριμνος και νανουρίζουνε όλες τις τύψεις.
Μα πάντοτε ήταν στη μόδα η φιλανθρωπία, όσο πιο άδικος ο κόσμος μας τόσο πιο απαστράπτουσα η αγκαλιά των φιλαθρώπων, εσχάτως μάλιστα, μετά την έλευση του εφιάλτη με το όνομα Greta Thunberg, είναι στη μόδα το να νοιάζεσαι ανέξοδα για τον πλανήτη μας και για τις επερχόμενες γενιές, μ’ αντάλλαγμα την διασημότητα των 15 λεπτών που κάποτε ο διορατικός Άντι Γουόρχολ υποσχέθηκε σε όλους.
Σήμερα βλέπουμε εφήβους να μετατρέπουν το κλείσιμο των σχολείων σε ευκαιρία εκδρομής και να γεμίζουν τις πλατείες και τις καφετέριες, ώσπου να κλείσουνε κι αυτές, αφού ετούτος ο ιός έχει τις προτιμήσεις του, αυτοί που θα πεθάνουν θα ‘ναι άλλοι πάντοτε, οι υπερήλικες και οι αδύναμοι, και μάλιστα ο φόνος θα διαπραχθεί πίσω απ’ τις κλειστές κουρτίνες: κανένας δεν θα δει το όπλο που εκπυρσοκρότησε κάτω απ’ τη μασχάλη μας. Και βλέπουμε τις οικογένειες, που μεγαλώνουν τα παιδιά τους, να αδειάζουν, σέρνοντας και σπρώχνοντας, τα ράφια με τα απολυμαντικά, μην και τους λείψουν αύριο, να έχουν σε περίσσεια, να σώσουν τους δικούς τους, έλα μωρέ κανείς δεν θα πεθάνει, φτάνει να ‘μαστε εμείς καλά, μετά θα τα χαρίσουμε ή θα τα δώσουμε στη μαύρη αγορά, ανάλογα.
Αλλά και πάλι, να αγαπάς δίχως εκείνο το ρημάδι το “ως σεαυτόν” -που φύτεψε σ’ αυτιά κωφών Εκείνος, ο Ιησούς Χριστός, που σε λίγο θα Τον γιορτάζουμε αναστημένο- είναι μια πράξη που δονεί το αεί αλαλάζον κύμβαλο της υποκρισίας μας. Έπεα πτερόεντα δηλαδή, καπνός και φούμαρα, για να ξηγιόμαστε.

Κοσμικοί και εκκλησία – ένα προδιαγεγραμμένο ρουά ματ

Κάποτε λέγαμε ότι η εκκλησία είναι ο ασφαλής τόπος της πνευματικότητάς μας, κάποτε, όταν ακόμα το άρωμα του λιβανιού σήμαινε κάτι περισσότερο από μόλυνση κλειστών χώρων κι οι εικόνες στα εικονοστάσια μιλούσανε τις νύχτες στους νοικοκυραίους. Τότε η θεία κοινωνία διατηρούσε μέσα στην ψυχή μας, ακόμα και για τους πιο άπιστους από μας, το δέος μπροστά στο μυστήριο, που ενδυνάμωνε όσο τίποτα ένα ανοσοποιητικό σαν οργιάζοντα ανοιξιάτικο κήπο της εφηβείας και κατατρόπωνε κάθε αρρώστια. Όντως δεν αρρωσταίναμε, αν όχι γιατί μας προφύλασσε η θεία χάρις, επειδή ο κρυφός έρωτάς μας για κείνην την συλλογικότητα που περιείχε την γιορτή ήτανε τέτοιος, που δεν ήταν επιτρεπτό, προδίδοντάς τον, να αρρωστήσουμε.
Σήμερα, που αυτός ο έρωτας πνέει τα λοίσθια κάτω απ’ τον οδοστρωτήρα κάθε τηλεοπτικής ρηχότητας και κάτω απ’ τις υδρογονοβόμβες πολυσυλλεκτικότητας ενός διαδικτύου που εξαερώνει την όποια δυνατότητα κοινού μέσα μας ιερού κέντρου, το σκεύος της μετάληψης γίνεται σε χέρια απίστων χειροβομβίδα ιών, που μολύνει και το τελευταίο προπύργιο της ψυχικής μας υγείας: το σώμα που μας φιλοξενεί. Έτσι η εκκλησία βρίσκεται μπροστά στο κορυφαίο της δίλημμα: Να απαρνηθεί μπροστά στα μάτια των πιστών την πλέον βαθιά θέαση της φύσης του ανθρώπου, την θεία του φύση, εναρμονιζόμενη με τις οδηγίες των επιστημόνων ή να εκθέσει τους πιστούς, τους άπιστους και τους χλιαρά πιστεύοντες, που συνωθούνται στους οίκους του Θεού της, σε θανάσιμο για την υγεία τους κίνδυνο; Να “εκσυγχρονιστεί” ή κατά κόσμον να αποβιώσει;
Εν προκειμένω, ο ιός καταφέρνει εδώ το “μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια”, αφού αναγκάζει τους ιεράρχες να παραδεχτούν ότι -εν μέρει- ομιλούν, από καταβολής ευαγγελίου, σε αυτιά κωφών. Μια ηχηρή σιωπή θα σήμαινε σωματικό θάνατο για τους πιστούς της και ενδεχόμενη ανάσταση για την πνευματικότητά της. Αυτήν την σιωπή διαλέγει ως και σήμερα, 13 Μαρτίου του 2020, αρνούμενη να αποσαφηνίσει την θέση της ενώπιον εκατομμυρίων πιστών. Δεν ξέρω τι θα κάνει αύριο, και εν όψει της εορτής του Πάσχα. Όμως εμείς είναι η ώρα που θα πρέπει να προστατεύσουμε με την “άπιστη” φωνή μας την, πιθανά, ρηχή πίστη των πατεράδων και των παππούδων μας, για την περίπτωση που αυτή η πίστη τους δεν θα ‘ναι αρκετή για να τους προφυλάξει απ’ τον θανατηφόρο για τη σάρκα τους ιό. Άραγε το “κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε” θα ήταν μια αμαρτία προς τον πνευματικό μας τόπο; Φοβάμαι πως είμαστε σε μονόδρομο και πως το παιγνίδι αυτής της πνευματικότητας έχει προ πολλού -σε συλλογικό επίπεδο- χαθεί.

Ιός και ταξικές επιλογές

Κάποτε λέγαμε πως όλοι έχουν ίσα δικαιώματα σε ότι αφορά στην υγεία. Σήμερα η πολιτεία αναγκάζεται να παραδεχτεί πως έχει τόσο τα τελευταία χρόνια παραμελήσει το δημόσιο σύστημα υγείας, που, όσο και να τρέξει, δεν θα διασώσει και πολλά. Εν προκειμένω, ακούγεται πως προσλαμβάνει γιατρούς και υποστηρίζει υγειονομικές δομές που απ’ την έλευση της κρίσης κι ύστερα θεωρούσε περιττή πολυτέλεια. Επειδή όμως δεν θα προλάβει, μες στα στενά περιθώρια που η πανδημία επιβάλλει, να διορθώσει την εγκληματική της αμέλεια ετών, το σύστημα δεν θα αντέξει. Κάποιος θα αρχίσει την διαλογή των νοσούντων. Και με ποιο κριτήριο; Εδώ έχει ήδη απλώσει πέλμα η δικτατορία του αυτονόητου: Το διοικητικό ή το οργανικό προσωπικό των νοσοκομείων θα διαλέγει ασθενείς με βάση την ηλικία τους ή με βάση τις πιθανότητες ίασης, ή τελικά -όπως πιθανολογώ, αφού είμαστε ατελείς κριτές- με πιο ασυνείδητα κριτήρια, αν δηλαδή ο θανατοποινίτης μας μοιάζει, εάν ο στρατοδίκης μέσα μας τον κρίνει επαρκή για να του δώσει χάρη. Κι εδώ σηκώνει το χέρι του το έτερο ερώτημα: Ποιος γιατρός θα κοιμάται ήσυχος τα βράδια, αγκαλιά με τέτοιες τύψεις;
Κι αν θέλουμε να κάνουμε τον εφιάλτη πιο αιχμηρό, να τον οπλίσουμε έτσι ώστε να πονά, μήπως και μας ξυπνήσει σ’ ένα μέλλον πιο ανθρώπινο το απεχθές του χνότο, μπορούμε επίσης να σκεφτούμε ότι ο κάθε ευνοημένος, με την τύχη της πρόσβασης σε ιδιωτικές δομές, πολίτης -και με την προϋπόθεση ότι κι αυτές θα αντέξουν- θα έχει μια καλύτερη τύχη απ’ τους υπόλοιπους. Θα αποκαλυφθεί δηλαδή περίτρανα εκείνο που όλοι ξέραμε, πως, όσο κι αν μας χάιδευε τα αυτιά ο ανόητος αντίλαλος μιας κατ’ όνομα δημοκρατίας και μιας κατ’ όνομα ισονομίας, οι πολίτες ποτέ δεν ήσαν στ’ αλήθεια ίσοι σε ό,τι αφορά στο δικαίωμά τους στην υγεία, ότι δηλαδή ζούμε στην επικράτεια μιας ολιγαρχίας αθλίων, των προς στιγμήν εχόντων, στην πιο σκοτεινή δηλαδή απ’ τις σκοτεινές εποχές της ανθρώπινης ιστορίας.

Βοράς, νότος και η αποσωματοποίηση της επαφής

Κάποτε λέγαμε, και ξέραμε με βεβαιότητα, σε τούτη την ωραία λίμνη που την περιτοιχίζουν όμορφα βουνά, πως η δική μας φύση, η μεσογειακή, έχει ανάγκη την εγγύτητα, την επαφή, το άγγιγμα, το χάδι, το φιλί, την αγκαλιά, ζητά απ’ τα σώματα να περπατήσουν με τον πιο διαυγή τρόπο της ύπαρξης, να ψιθυρίσουν αποσπάσματα απ’ την δεξαμενή των πλέον αμετάφραστων σπασμών που κυματίζουν κάποτε τα κορμιά μας, όταν συναντιόμαστε αφηρημένοι στις πλατείες και στους διαδρόμους και διαβάζουμε τους άλλους σαν σμήνη ζώντων ιερογλυφικών. Αυτό το λίγο που μας είχε απομείνει μετά την έλευση των ηλεκτρονικών μέσων -μέσων που μετέτρεψαν κάθε κίνηση σε εικόνα από εκατομμύρια πίξελ και κάθε ήχο σε υψηλής ανάλυσης αρχεία, ικανά να αποθηκεύονται σε σκληρούς δίσκους σαν σε ιδανικές νεκροφόρες ατυχών συγγενών- αυτό το λίγο μας το παίρνει τώρα ο καινούργιος ιός, που ήρθε να μιλήσει για την νέα ομογενοποίηση: Τέλος αυτά που ξέρατε, τώρα θα βασιλέψει στις πλατείες και στους κήπους σας η ψύχρα των κλιμάτων του βορά, θα αλυσοδέσει τη ζωή ο γυάλινος ιστός του “αντ’ αυτού”. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη ήττα της γενιάς μας. Ούτε μετά τον πόλεμο δεν υπήρξαμε έτσι, αφού και τότε, κάτω απ’ τη στάχτη των κερδισμένων του παρελθόντος, ανέπνεε μια κάποια ελπίδα. Όταν τελειώσει αυτός ο πόλεμος που ζούμε σήμερα, όσοι από μας επιβιώσουν θα περπατήσουν σ’ έναν άλλον κόσμο. Στο ήθος και στην αισθητική αυτού του κόσμου μάς έχουν εδώ και δεκαετίες εθίσει τα ηλεκτρονικά μέσα, που με χαρά κι εμπιστοσύνη βάλαμε στα σπίτια μας. Τώρα ήρθε η ώρα να μας πουν την μόνη αλήθεια: Ο κόσμος που θα σηκώσει το κεφάλι του πάνω απ’ τα αυριανά συντρίμμια θα είναι κόσμος εικονικός. Και θα φιλοξενεί μονάχα υπηρέτες του ήθους του, ανθρώπους εν ζωή νεκρούς.

Το κλείσιμο

Ποιος ωφελείται από όλα αυτά; Αν ο ιός ήταν πρόσωπο, τότε θα μιλούσαμε για μια πλανητική δικτατορία, αφού όλα πλέον επιβάλλεται να ελεγχθούν μέχρι κεραίας, στο όνομα της προφύλαξης απ’ το κακό, εντέχνως προσπερνώντας την υποσημείωση ότι αυτή η ίδια η προφύλαξη θα αποδειχθεί, κατά πως φαίνεται, το μεγαλύτερο κακό. Οι όποιες αποκλίσεις απ’ την τρέχουσα άποψη θα ελεγχθούν αυτοδικαίως από εξελιγμένα λογισμικά, την ώρα που οι πλατείες θα ‘ναι άδειες κι εμείς οχυρωμένοι στα ιδανικά κελιά μας. Αυτό είναι που οι κάποτε συνωμοσιολόγοι έλεγαν: επικυριαρχία του κακού πάνω στην όποια καλοσύνη μας απέμεινε. Ένας πλανήτης πλήρους και καθολικής ανελευθερίας, ένας πραγματικός, ετούτη τη φορά, Μεσαίωνας.

Μα ο ιός δεν είναι πρόσωπο, κι έτσι κι εμείς δεν επιτρέπεται να συνωμοσιολογούμε.

Γιώργος Μουλουδάκης, 13 Μαρτίου 2020

ΥΓ
Δεν γίνεται παρά να κλείσω με μια νότα χαράς, δυο μικρά βίντεο, το ένα απ’ τη Σιένα και τ’ άλλο απ’ τη Νάπολη, πόλεις που τραγουδούν μέσα από αόρατες φωνές πίσω απ’ τους τοίχους, φωνές ελπιδοφόρες των φυλακισμένων που όλοι είμαστε. Κι όμως, ετούτοι είναι αποφασισμένοι. Στην κορυφή της τραγικής τους στιγμής αγκαλιάζουν την πιθανή μοίρα που επιβουλεύεται το αυτεξούσιό τους, και τη σέρνουν σ’ έναν ιερό χορό, οριστικά αποφασίζοντας να μην της επιτρέψουν ούτε στο ελάχιστο να καταβάλλει τη ζωή. Αν είναι αυτός ο μόνος τρόπος για να εξανθρωπισθούμε, με το καλό να ‘ρθει. Τότε ετούτος ο ιός θα είναι ό,τι καλύτερο μας συνέβη τα τελευταία χρόνια.

 

Σχολιάστε