Alarme


Συμβαίνει κάποτε σε μια παράσταση, μια συναυλία, μια συναναστροφή της κάθε μέρας, στη χαμηλόφωνη λεπτομέρεια μιας εικόνας που δεν θυμόμαστε, να νιώσουμε πως κάτι μας κράτησε καθηλωμένους, κάτι πολέμησε υποδόρια τις αντιστάσεις μας και τρυφερά μας εγκατέλειψε ναυαγούς σε πέλαγος πρωτάκουστων ρημάτων, πιασμένους μοναχά απ’ τη σχεδία μιας αναντίρρητης γοητείας. Μπορώ εδώ να φανταστώ τον θεατή/ακροατή/συμμέτοχο μιας τέτοιας στιγμής σαν ένα σήμαντρο χτισμένο από στοιβάδες λεπτεπίλεπτων μετάλλων, πάνοπλο, αποφασισμένο κι έτοιμο να συνηχήσει με τον διαλεχτό φθόγγο του τεχνίτη, το χτύπημα με το σφυράκι πάνω στο αντηχείο της ψυχής, να μοιραστεί τη μυστική συχνότητα που κάνει τους αλλόφυλους συγγενείς. Εάν πηγή και δέκτης συνηχήσουν, τότε ανάβεις κερί στον προστάτη των μικρών στιγμών, δοξάζεις το νεογέννητο των συμπτώσεων που επέτρεψε στο σήμαντρό σου να μιλήσει και να ομορφύνει τον κόσμο μας. 

[Ίσως λοιπόν Παράδεισος να ονομάστηκε ένας τόπος υλικών με κοινή ιδιοσυχνότητα κι η Εύα κι ο Αδάμ να ήταν δυο φιλοξενούμενοι που κούρντισαν το όργανό τους στο βασικό Λα εκείνης της ουράνιας άρπας. Η Πτώση τούς στέρησε αυτή την ευλογία, επέβαλε μια Βαβέλ στην άλλοτε ικανότητά τους να δονούνται σ’ ένα σώμα με το καθετί τριγύρω. Αυτή η ικανότητα πρέπει -ακόμα κι αν ο Θεός δεν υπάρχει, και ειδικά τότε- να επανεφευρεθεί.] 

Συνέχεια