Aντρές Σεγκόβια Τόρες (1893-1987) / Β΄ μέρος

Το σχίσμα, συνέχεια

Υπάρχει ένα κομμάτι μες στο παράξενο παζλ που αρτιώνει αυτό που λέμε παρουσία, κομμάτι που αυτονομείται, ταξιδεύει τη μοναχική πορεία του ερήμην μας, προκειμένου να μας απαλλάξει απ’ την άχαρη υποχρέωση να απολογούμαστε για το υποφωτισμένο κομμάτι της ύπαρξης. Εδώ, το μισό κομμάτι του δεξιοτέχνη μας λειτούργησε εν ονόματι μιας μελλοντικής φιλοδοξίας που θα έκανε την υδρόγειο να υποκλιθεί στο θαύμα της δεξιοτεχνίας. Το άλλο μισό θα παρέμενε καθηλωμένο στην πρωταρχική εικόνα της αποκάλυψης του κόσμου κάτω από τον κόσμο, η οποία αποτυπωνόταν στο ανοιχτό στόμα ενός παιδιού μπροστά σε μια κιθάρα, μπροστά στην εξουθενωτική έλξη που θα ασκούσε εκείνη τη στιγμή στα σωθικά του ο ζεστός ήχος, ήχος-αποπλάνηση και ήχος του παράδοξου μιας θείας διάστασης μες στο ταπεινό σχήμα της ύλης. Αυτό το δεύτερο κομμάτι ήταν εκείνο που κάποτε, στην Νέα Υόρκη των αρχών του περασμένου αιώνα,  τον έσπρωξε να αποχωριστεί -για ελάχιστα- το σκήπτρο της αυθεντίας και να σκύψει με θαυμασμό πάνω στο παίξιμο του «δικού μας» Γιώργου Κατσαρού, του ρεμπέτη, πάνω απ’ τις αυτοσχέδιες κινήσεις δυο χεριών που κατάφερναν, απ’ τους πλέον παράδοξους παραδρόμους, να φτάνουν στην κορφή του λόφου πριν το καταλάβουμε, και να φανερώνουν μπρος στα αθώα μάτια μας λευκούς λαγούς βγαλμένους μόλις μες απ’ το ημίψηλο των αφηγήσεων. Θα τολμήσω να πω κάτι που δεν μπορώ να αποδείξω, όπως συμβαίνει με όλες τις εκδοχές της αλήθειας που διατηρούν την αναντίρρητη οσμή της αποκάλυψης. Ο Segovia υπήρξε αυτός που υπήρξε όχι επειδή έβαλε την κιθάρα στις αίθουσες συναυλιών, όπως οι ιστορικοί διατείνονται, μα επειδή μοιράζονταν με περιπτώσεις όπως του Κατσαρού τον κοινό τρόπο ψηλάφησης του αοράτου, και μάλιστα με τον πιο διεισδυτικό τρόπο: χωρίς να ξέρει απολύτως τίποτα για αυτό, για τη δοσμένη χάρη, σχεδόν όπως θα φανταζόσουνα πως έκανε ο Χριστός όταν περπατούσε πάνω στα κύματα ή όπως θα παραδεχόταν ένας ιδιοφυής ισορροπιστής: την ώρα που σκέφτεσαι το έδαφος είσαι ήδη νεκρός.
Το γεγονός τώρα ότι η φήμη αυτού του ανθρώπου κατοίκησε την υδρόγειο, πράγμα που δεν συνέβη σε αυτόν τον βαθμό για τον συντεχνίτη του και συντοπίτη μας, μπορεί να το εξετάσουν οι αναλυτές των ψυχών και του χρόνου μας. Εγώ μπορώ μονάχα να καλωσορίσω την συναστρία που φιλοξένησε την ιερή σύναξη, εκείνη την ακαταμάχητη έλξη που οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στις αίθουσες για να μοιραστούν την μοναχική στιγμή ενός και μόνο οργάνου, ενός οργάνου τόσο φτωχού, φτωχού με τον τρόπο που υπήρξε φτωχό το θέατρο του Γκροτόφσκι και η πινελιά του Θεόφιλου. Αυτό το σκύψιμο στο ελάχιστο και στο απαραίτητο της ζωής, που ξάφνου εκτινασσόταν σε ταξίδι από τη γη στη σελήνη των προσδοκιών, ήταν το κορυφαίο κατόρθωμα του ταχυδακτυλουργού. Δεν ξέρω άλλο όργανο που αξιώθηκε αυτήν την μοναχική τελετουργία. Και την κατόρθωσε ο Segovia με μια μόνη κιθάρα στην αγκαλιά του. 
Αν τώρα υποθέσουμε πως είχε στοιχειώδη αίσθηση εκείνου που ως φλέβα χρυσού περιείχε, θα πρέπει ταυτόχρονα να υποθέσουμε πως έζησε μια ολόκληρη ζωή πάνω απ’ το ασταθές έδαφος του ίδιου του Σχίσματος, που διαλαλούσε την πληγή του ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους κόσμους. Τον κόσμο ενός Μοναχού και τον κόσμο ενός Βασιλιά. Αν μάλιστα ο ψυχισμός του τύχαινε σε εκείνη την εσωτερική διαμάχη να ήταν πιο αδύναμος και πιο εκτεθειμένος στον μετεωρισμό του παράδοξου από όσο υπήρξε, το πιθανότερο, σκέφτομαι, που θα περιμέναμε θα ήταν ένας ταλαντούχος άνθρωπος κλεισμένος στη μοναξιά του ψυχιατρείου. Ίσως τον έσωσε ο σκελετός ενός Εγώ αδιαπέραστου στην εκκωφαντική ηχώ της πολυσυλλεκτικότητας του κόσμου στον οποίο απευθυνόταν, και έτσι είχαμε αυτό που είχαμε. 

Συνέχεια