Για τον Ανδρέα Ροδουσάκη


Έφυγε προχτές ο Ανδρέας Ροδουσάκης. Για εμάς που τον ζήσαμε σε ωραίες του στιγμές, ήταν ο πολύς ο Ροδουσάκης, που όταν τίναζε τη χορδή του μπάσου του στη δεξιά πλευρά της σκηνής, όλη η ορχήστρα τραντάζονταν απ’ τι δονήσεις της τεκτονικής του παρουσίας, και που όταν έπαιζε δίπλα μας, δεν χρειαζόμασταν τίποτα άλλο απ’ το να αφεθούμε στη δική του στιβαρή αύρα που ζωντάνευε και την πλέον ασήμαντη μουσική λεπτομέρεια. Αν έπαιζε με τον Χατζιδάκι, ο διάλογος ήταν διάλογος ειλικρινών ανδρών, κι ακόμα κι όταν μάλωνε με τον Χατζιδάκι, ένα παρηγορητικό χαλί εμπιστοσύνης φανερωνόταν κάτω από τα πόδια τους και τους έκανε αδιαπέραστους στο κακό μάτι της μικροψυχίας. Τελικά, ο Χατζιδάκις, σοφός άνθρωπος, προτιμούσε την έχθρα ενός ταλαντούχου απ’ τη φιλία ενός ατάλαντου. Και με τον Ροδουσάκη τα είχε όλα στον υπερθετικό βαθμό, αγάπη και πόλεμο, μέσα στο ίδιο ακατανίκητο πάθος. Η μουσική αγάλλονταν δίπλα σε τέτοια σθένη. 

Συνέχεια

Χωρίς επίθετα

Der himmel über Berlin, Wim Wenders, 1987

Α

Να αγκαλιάζεις. Να αγκαλιάζεις την περιουσία σου όλη ανάμεσα στους δυο βραχίονες. Να απλώνεις δάχτυλα μια στο γαλάζιο της θάλασσας, μια στη σγουράδα του βασιλικού. Να πιάνεσαι απ’ τον βράχο να δρασκελίσεις τον γκρεμό, με το ένα πόδι στην ανατολή και τ’ άλλο στον βορά. Να στέκεσαι ορθός πάνω απ’ τον χρόνο που πλαταίνει, χώρα σπαρμένη πράξη και ακινησία. Να γίνονται τα σωθικά σου λίμνες αρυτίδιαστες και σπηλιές να στρίβουν βαθιά στα σπλάχνα των οροσειρών. Να κοιτάς απ’ το ψηλό θεωρείο της περηφάνειας, πατέρας που ζυγιάζει την αγάπη του σε γιούς και κόρες και τη βρίσκει ίση, και να ‘σαι ένας απ’ αυτούς, και να ‘σαι μία από κείνες. Να γέρνεις πάνω από του ουράνιου τόξου την πολύχρωμη ράχη, αγκαλιαστός την τρυφερότητα των προσευχών που βιάζουν τη βία του βιαστή, απρόσβλητος απ’ το καλό και το κακό, και άλλο τόσο ανυπεράσπιστος, στηλώνοντας τη ραχοκοκαλιά ακριβοδίκαια ανάμεσα στις Συμπληγάδες. Να ζεις μέσα και έξω απ’ την καλοσύνη και απ’ την κακότητα, δίχως να επαίρεσαι. Να ισοζυγιάζεις το θέλω με το κάνω, μα να ‘χεις έγνοια μην κακοφορμίσει η φαρδιά ιδέα μέσα στη χαράδρα του μυαλού. Να δοκιμάζεις όλα τα βαγόνια σου πάνω στις ράγες της πραγματικότητας, έτσι που ήξερες μικρός, ντυμένος τη στολή με το πηλήκιο και τα σιρίτια, με χέρια ανοιχτά πάνω από γέφυρες και σήραγγες που στρίβουν πίσω από πολυθρόνες κι αλευρωμένες ποδιές της μάνας σου. Να αναζητάς ό,τι ζεσταίνει την ψυχή σου και το σώμα σου σε ίσα μέρη. Μην καταδέχεσαι την αναγνώριση πριν στείλεις ένα περιστέρι, εμπροσθοφυλακή, πάνω απ’ τις έγνοιες των αδικημένων στις πλατείες. Να ονειρεύεσαι με ορθάνοιχτα τα μάτια. Να λες χαλάλι στη ζωή που σπαταλιέται κι απ’ τις δυο μεριές. Να σε βαραίνει η παρομοίωση και να μιλάς μονάχα με μεταφορές. Να λες λιόφυτο και να γυρίζει πλευρό η πατρίδα. Να λες λιάζει και να χαμογελά ένα πράσινο φυλλαράκι μέσα στην καρδιά. Να λες σ’ αγαπώ και να γίνεσαι πρωτόγονη φυλή που πιάνει τον χορό πάνω απ’ τον Ζάλογγο του χρόνου της, τέλεια μεθυσμένη. Να λες βαδίζω και να διασχίζεις τα εκατό εκατομμύρια συν ένα βήματα απ’ τον Ηράκλειτο ως τον Ερωτόκριτο, μέσα σε ένα ανοιγόκλεισμα του βλέφαρου. Να βγαίνεις απ’ τη θάλασσα στεγνός και απ’ την αμαρτία παρθένος και να ρωτάς κατά πού πέφτουνε τα πατρογονικά σου. Να διαπλέεις τον αιώνα μες σε τρύπια βάρκα που ποτέ της δεν βουλιάζει. Να ρίχνεσαι με εμπιστοσύνη στο κενό με ορθάνοιχτα τα χέρια, και να ‘ναι το μέλλον σου έτσι σωστά προσανατολισμένο που να μην έχει η βαρύτητα από πού να μπει. Να καθαρίζεις με μια συρμάτινη σκούπα τον σβέρκο των βουνών από τους ανεμόμυλους, και να ‘ρχονται τα αγριοπούλια να σου φιλούν το στόμα με το ράμφος τους. Να σκύβεις πάνω από τους πεινασμένους με πανέρια αχνιστά ψωμιά και πάνω από όσους δεν ζητάνε τίποτα γεμάτος δώρα. Πάνω απ’ τον ύπνο της γεροντοκόρης με μια φάτνη έρωτες και πάνω απ’ του παιδιού την απελέκητη άγνοια με ένα φυλαχτό στο χέρι. Πάνω απ’ το ψέμα των εμπόρων με μια φούχτα καρύδια μες σε ροζιασμένα χέρια και πάνω απ’ τη φλυαρία των δασκάλων με το λακκάκι στο χαμόγελο ενός κωφάλαλου. Πάνω απ’ το ένα της ζωής ερωτηματικό με το κοτσύφι που χαμοπετά ακόμα μέσα στο πουκάμισό σου, σταλμένο κατευθείαν απ’ την παιδική ηλικία. Να είσαι ο Από πάντα δίχως να το ξέρεις και ο Τότε που θα, δίχως να περιμένεις. Να μην ξοδιάζεσαι κάτω από ξένες επιδερμίδες. Γυμνός εσύ. Χωρίς επίθετα.

Συνέχεια

Έκτακτο Παράρτημα

Ένα δώρο-βίντεο, ως συμπλήρωμα του κειμένου «Σκοτεινή Πλευρά της Μνήμης/η Προκυμαία -μια παράσταση», που αναρτήθηκε σ’ αυτόν τον ιστότοπο, στις 26 Αυγούστου. Σημειώνεται πως για την αυτοπρόσωπη παρουσία του στο βίντεο ο κ. Μουλουδάκης ουδεμίαν ευθύνη φέρει, καθότι η κάμερα συνελήφθη απρεπώς καταγράφουσα κατά την διάρκεια ηχηρών σκέψεων. 
Ζητείται επίσης συγγνώμη απ’ τους απαιτητικούς φιλόμουσους, για το αποσπασματικό των έργων και για το πρόχειρο των ηχογραφήσεων, απ’ τους εραστές της κατ’ ιδίαν ανάγνωσης της ποίησης, για την χρηστική παρουσίαση των ποιημάτων και το θραυσματικόν των θραυσμάτων του Ηρακλείτου, καθώς και από όλους, για το γεγονός ότι ένα μέχρι πρότινος μυστηριώδες τμήμα των ενεργειών της ομάδας -η ζωντανή παράσταση- καθίσταται με το παρόν ακροθιγώς, όσο και παραπλανητικά, δημόσιο. 

Τα πάντα μοιάζει πως θα διασωθούν κατά τη διάρκεια μιας μέλλουσας συναστρίας, τότε που οι συντελεστές της παράστασης θα συνομιλήσουν επί σκηνής με το επί της οθόνης ψηφιακό τους αντίγραφο, εκεί, στην πλατεία, τον τελευταίο εναπομείναντα τόπο της ζώσας ποίησης.

Ως αντίδωρο για τα παραπάνω, κατατίθεται παραλλήλως το -γειτνιάζον- νέο κείμενο-σχόλιο για τις μεταμφιέσεις της ξιπασιάς, με τίτλο Χωρίς επίθετα

[Και για την ιστορία: Φυσικός αυτουργός του βίντεο υπήρξε ο Βασίλης Κουντούρης, συναυτουργός καθώς και ηθικός αυτουργός, ο Γιώργος Μουλουδάκης. Οι λοιπές πληροφορίες βρίσκονται στο κείμενο του Αυγούστου.]

Το βίντεο:

και το κείμενο του Αυγούστου:

Τα παραπάνω δημοσιεύτηκαν ταυτοχρόνως στο περιοδικό Χάρτης #48, Δεκεμβρίου 2022. https://www.hartismag.gr