Ο ΦΑΝΟΥΡΗΣ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ / Ανταποκρίσεις απ’ την άλλη Λωρίδα

Pablo Picasso, Cat catching a bird

Μένει στο σπίτι. Στον κήπο. Ένας γάτος τυφλός. Με αχνό γκρίζο τρίχωμα και με προσεκτικές κινήσεις και λικνίσματα, σαν ακροβάτης πάνω στο σκοινί. Λένε πως έχασε τα ωραία μάτια του σ’ έναν καβγά που θέλει να ξεχνάει, μα θα ‘ναι μια σκηνή που επιμένει ανάμεσα στις δύο σκοτεινές οπές, η βαριά κουρτίνα που θα τον χωρίζει απ’ τον άλλον κόσμο. Τώρα ακούει το μουρμουρητό των θεατών, την ανυπομονησία στην πλατεία, ποτέ όμως το έργο δεν χτυπά το τρίτο του κουδούνι.

Εμείς δεν ξέραμε για κείνο του το παρελθόν, απ’ το οποίο απέμεναν δυο άδειες κόγχες, το λίκνο δυο ευκίνητων ματιών που τα σκεφτόσουν όλο περιέργεια, βαριεστημένα ή καχύποπτα, ποιος ξέρει; Στη θέση τους στεκόταν τώρα μια κερένια μάσκα, η ξεχαρβαλωμένη αυλαία μιας έρημης σκηνής, δυο ερωτηματικά που γαντζωνόντουσαν από την ελεημοσύνη του καιρού, τρύπα που η μοίρα έσκαψε κάτω απ’ τη σκήτη και που μέσα στο στόμα της εγλίστρησε και χάθηκε ο ένας απ’ τους πέντε μοναχούς. Χύθηκαν τα αργύρια, ξάπλωσε η φτωχή ζαριά στην τσόχα, κοίταξαν οι άσσοι κατάματα τους παίχτες με τις δυο κουκίδες τους, είπαν να διεκδικήσουν μια πιο δίκαιη μοιρασιά, μα ήταν πια αργά. Η στιγμή μπήκε στο ζύγι και βρέθηκε υπέρβαρη. Ο Άγγελος έσκισε με το κοφτερό του νύχι το μέτωπο του Φανούρη. Εκείνος στο εξής θα χάιδευε τη φτερωτή ράχη των Χερουβείμ σαν να σταυροκοπιότανε μπροστά στα χίλια μάτια τους, και θα ζωγράφιζε με την πατούσα του μικρά Μετέωρα, αργά στον χρόνο του, με δίχως βία, με τη στωικότητα εκείνων που τους στέρεψαν οι δρόμοι.

Συνέχεια