Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στο γήπεδο του ΟΦΗ

Ήταν δίπλα στο σπίτι. Το πατρικό. Κολλητά στο Αρμένικο νεκροταφείο, που απλωνόταν πίσω απ’ τη μοναδική τότε κερκίδα, λες κι οι Αρμένιοι είχαν κατ’ εξαίρεσιν, και επιτυχώς απ’ ότι φάνηκε, αιτηθεί αυτήν την μετά θάνατον προνομιακή μεταχείριση, να κείτονται αμέριμνοι και εκστατικοί, λίγα μονάχα εκατοστά κάτω απ’ την αεικίνητη ενέργεια ημών των εφήβων μιας εποχής, που περιείχε και εφηβεία, και σέβας, και αποδοχή του ομιχλώδους τόπου των δικαιωμάτων των νεκρών, τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, τους φανταζόμασταν να χαμογελούν σαρδόνια, άφοβοι αυτοί, κάτω απ’ την τρομοκρατημένη μας ύπαρξη, τότε που θα μας έπεφτε ο κλήρος να μαζέψουμε τη μπάλα που διάβηκε το άβατο και χάθηκε ανάμεσα στα μνήματα των κεκοιμημένων.

Το γήπεδο δεν είχε χορτάρι, και δεν είχε ούτε και δίχτυα στα τέρματα. Αυτά τα βάζανε λίγο πριν απ’ το ματς. Και δεν είχε, εδώ που τα λέμε, και καμιά απολύτως πρόβλεψη φύλαξης, αφού απ’ τον έξω κόσμο το χώριζε μια χαμηλή μάντρα, που την πηδούσαμε με εξοργιστική για τους μεσήλικες ευκολία και βρισκόμασταν, πλήρεις ενθουσιασμού και αναιδείας, στη σέντρα του απογευματινού αγώνα, σ’ έναν άλλον, προφυλαγμένο απ’ τον έλεγχο κόσμο, όπου κάθε βρισιά θα βαφτιζόταν στο πρωταρχικό της νόημα, θα εκστομιζόταν δοξαστικά, στην επικράτεια του εν ονόματι -ποτέ δεν πρόσβαλλε φίλο, ούτε εχθρό- και θα εκστομιζόταν αγκαλιασμένη εκείνο το αδιόρατο χτυποκάρδι που την έκανε πολύτιμη. Οι παράδρομοι της ενοχής ήταν κατάκλειστοι, ταξιδεύαμε στην ευθύνη του προσωπικού μας τρόπου. Το γήπεδο θα παρέμενε σχολείο ακριβών αισθημάτων. Αργότερα, στο σπίτι, γινόμασταν πάλι καλά παιδιά. Γι’ αυτό καθυστερούσαμε να επιστρέψουμε, γι’ αυτό μας έπαιρνε κάθε φορά η νύχτα.

Συνέχεια