ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Η κυρία Αθανασία άπλωνε το δεξί της πόδι, που ήταν εύκολο στις κράμπες, μακριά έξω απ’ τη θέση του καθίσματος, στην πρώτη σειρά του λεωφορείου. Του καλομιλούσε μην της χαλάσει σήμερα τη μέρα. Είχε βρει καλό συνεπιβάτη, χαμογελαστό και εύχαρι· όταν, μάλιστα, τον παρακάλεσε να της φέρει ένα μπουκαλάκι νερό απ’ το μαγαζί απέναντι -αυτά λίγο πριν την αναχώρηση για Πάτρα- εκείνος όχι μόνο προθυμοποιήθηκε, αλλά δεν ήθελε να πάρει ούτε λεφτά, πράγμα που ασφαλώς αρνήθηκε, τόσο που ο άνθρωπος στο τέλος έψαχνε ρέστα για το πεντάευρο που επί ώρα τού έσπρωχνε μες στην παλάμη. Μέρα λαμπρή, μέρα για κουβέντα, τώρα που είχε πατήσει τα 80 της κι οι ευκαιρίες για συνομιλητή όλο και λιγόστευαν. Η κόρη της τη μάλωνε για τις λέξεις που ξεχνούσε, την αναστάτωναν εκείνα τα «… πώς το λένε;» που κάθε τόσο έλεγε και ξανάλεγε, τότε που ένα ξεκάθαρα μες στο μυαλό της φωτισμένο πράγμα δεν έβρισκε τη λέξη με την οποία το ήξεραν οι άλλοι. Έτσι κι αυτή, σαν το παιδί, θα ξαναμάθαινε τον κόσμο απ’ την αρχή, με σχήματα, με ήχους και με μυρωδιές, με κραυγούλες και με τεντωμένα δάχτυλα να δείχνουν το αόρατο νόημα. Οι συλλαβές χανόντουσαν μέρα τη μέρα μες στο σώμα μιας πυκνής ομίχλης όπως πεπρωμένο, που δεν μπορούσες να το ξεγελάσεις, σε σκέπαζε όπου κι αν προσπαθούσες να κρυφτείς, ρουφούσε το μεδούλι των σκέψεων, ροκάνιζε τη ραχοκοκαλιά της συνεννόησης. Και τι να είναι άραγε ένας κόσμος βουβός, γυμνός από λέξεις; Και όλο «… πώς το λένε αυτό, θα θυμηθώ, θα δεις …», και όλο η κόρη άλλο δεν άντεχε τα ίδια και τα ίδια, που ξεχυνόντουσαν, υπερήλικες παρθένες, απ’ τον πηχτό βυθό μιας μνήμης ακίνητης εκεί βαθιά, σαν νεκρό σαλάχι.

Συνέχεια