ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΚΕΙ

του Γιάννη Λελούδα (12/8/1968 -15/3/2024)

Εάν μια μέρα απρόσμενα αξιωθείς τη δωρεά μιας θέασης της ίδιας της στιγμής του θανάτου σου, το ανεξερεύνητο εκείνο ύψωμα που κανείς πριν απ’ του χρόνου του το τέλος δεν επισκέφθηκε, εκτός και ήταν μεθυσμένος μ’ άγνωστα ποτά, ίσως να διακρίνεις στους κόκκους της κλεψύδρας, που διαστέλλεται καταπίνοντας θραύσματα ιστορίας, μια αποκάλυψη. Λες και αυτός ο άγνωστος που χρόνια μες στα σπλάχνα σου χόρευε με τη μοναξιά του, σε μια στιγμή αλλοφροσύνης καταβρόχθισε με μιας ολάκερο το σώμα της ύπαρξης. Ύστερα λέει ήρθανε οι έμπιστοι ακτινολόγοι, και ιδού τώρα το θαύμα, η σκιά, η ζώσα ακτινογραφία, ο μυστικός αστέρας κάθε πράξης. Σαν κάπου ξαφνικά να δόθηκε η ετυμηγορία, να εκφωνήθηκε αυτό που πάντα ήξερες μα δεν τολμούσες να εκστομίσεις: Ήτανε ήδη πριν από τη γέννηση που πρώτη φορά βημάτισες, με μάτια κλειστά και καρδιά εορτάζουσα, όπως ιδανικός αυτόχειρας, πάνω στην ίδια απροσπέλαστη διαδοχή χρησμών που ύστερα ονόμασες ζωή σου.

Ο Γιάννης, την 15η Μαρτίου 2024, φτάνοντας με ένα αμάξι στο γεωγραφικό σημείο της Πελοποννήσου που καταγράφεται ως Λεωνίδιο -και που στην ψυχή μας σήμερα αφήνει όχι μοναχά την επίγευση ενός βασιλιά που αποθεώθηκε, μα τη στιφή γεύση μιας αδιανόητης θυσίας-, κατέβασε απ’ το αμάξι το ποδήλατο, καβάλησε, και ξεκίνησε στη γύρω έρημη φύση την τελευταία του μοναχική διαδρομή.

Στα μάτια μου αυτή η αναχώρηση διατηρεί κάτι απ’ την ωραιότητα της εικόνας ενός Περικλή Γιαννόπουλου που καβαλά το λευκό του άλογο και χάνεται στη θάλασσα του ίδιου του τού χρόνου, κάτι απ’ την ανάσα του αραχνοΰφαντου πέπλου με το οποίο ο μύθος ντύνει τις εγκιβωτισμένες στην επικράτεια της αγάπης εικόνες και τις χαράζει με ανεξίτηλες χαραγματιές στον αμφιβληστροειδή της ψυχής. Η διαφορά είναι πως ο Περικλής Γιαννόπουλος μπήκε συνειδητά στο ευρύχωρο βασίλειο της αποχώρησής του. Και να που εδώ καίει τη γλώσσα μου μια πυρωμένη σκέψη, ο μυστηριώδης τρόπος που το ασυνείδητο αρτιώνει πράξεις που εμείς εκ των υστέρων λέμε πεπρωμένο.

Δεν ξέρω πώς αλλιώς να μιλήσω για την ανεξίτηλη στο σώμα μας απουσία ενός ανθρώπου που όλοι θεωρούσαμε αδιαπέραστο στις κατολισθήσεις της μοίρας, άτρωτο στις μικρές και στις μεγάλες ατυχίες, ψηλά και μακριά εγκατεστημένο πάνω απ’ το φθαρτό θα έλεγες της ίδιας του της ύπαρξης, έναν ευγενή πολεμιστή μιας καθημερινότητας που σε όλες της τις εκφάνσεις διατηρούσε τα χαρακτηριστικά του ασκητικού βίου.

Ετούτος ο ιδανικός κοσμοκαλόγερος, και Δάσκαλος όλων μας -αν μας δοθεί η χάρις να μιλήσουμε μέσα απ’ το πρίσμα της γενναιοδωρίας με την οποία η οριστική χροιά των γεγονότων μάς προικίζει- είχε απλώσει ένα μετέωρο αλωνάκι ετερόκλητων ενεργειών κάτω απ’ τον ήλιο της διαρκούς του καλοσύνης, είχε απλώσει τα ασκητικά παιχνίδια του και έπαιζε αδιαλείπτως:

Πρώτο παιχνίδι υπήρξε η δουλειά του οδοντίατρου, που φώτιζε, με τον μεγάλο προβολέα που συνήθως φωτίζει τους πρωταγωνιστές, την ανάγκη του για φροντίδα προς τους άλλους, μια τρυφερή υπόκλιση πάνω απ’ το χάσμα της εξακολουθητικά σιωπούσας ανημπόριας. Εργασία με σταθερό ρυθμό και ρυθμιζόμενα επείγοντα -αυτή τη φωταγωγημένη έκτακτη στιγμή που οι έντιμοι γιατροί ενσωματώνουν στη ζωή τους και που στα μάτια μου μεταμορφώνεται σε διαρκή ανάστροφη εξομολόγηση, σε μαθητεία ακριβή προς το ίδιο το κρυφό επείγον του κόσμου. Η ιατρική καρέκλα του Γιάννη υπήρξε για κάποιους ο μεταμορφωμένος θρόνος ενός διαστρικού ταξιδιού, η βασιλική πρώτη θέση μες στο διαστημόπλοιο των παράλληλων συμπάντων που η ευγένειά του είχε στήσει στον τελευταίο όροφο ενός κεντρικού σημείου στου Ζωγράφου, ενός σημείου που επόπτευε τη διαρκή ροή των ασθενών όσο και την ανοιχτή δυνατότητα του βουνού απέναντι, του Υμηττού, που θα ήταν η μόνιμη απόδρασή του απ’ την ίδια θα ‘λεγες την απόδραση.

Παιχνίδι δεύτερο ήταν το βουνό, ή να το πω αλλιώς, ο έρωτας προς τα έμβια και μη της ιδιωτικής του κιβωτού, που είχε εγκαταστήσει πάνω στους δυο τροχούς του ποδηλάτου του, τροχούς που κουβαλούσαν τον ίδιο, αλλά κυρίως αυτά τα υπό εξαφάνιση είδη, που μέσα στη ροή της κίνησης, σαν Camera Obscura άλλης εποχής, αρτίωναν το ιερό απείκασμα του ονειρικού του τοπίου. Πάνω σε αυτά τα υπέροχα ποδήλατα-κιβωτούς θα διαπερνούσε κάθε σημείο της ελληνικής υπαίθρου και θα μάζευε εικόνες για τα προσωπικά του ταξίδια. Όπως κάθε εξερευνητής που, όπως ξέρουμε, τίποτε άλλο απ’ τη μέσα γεωγραφία δεν εξερευνά, τίποτε άλλο απ’ τις ιδιωτικές του πεδιάδες δεν διατρέχει, αγόραζε με την προσήλωση παλαιάς κοπής συλλέκτη τα καλύτερα ποδήλατα, χτίζοντας χρόνο με τον χρόνο το κέλυφος μιας σύμπνοιας σώματος και μηχανήματος. Έδινε ένα διαρκές ραντεβού στην ευλογημένη συναστρία, μες στην επικράτεια της οποίας θα μετέπλαθε το τεχνολογικό επίτευγμα σε προέκταση της ψυχής του, θα εξανθρώπιζε το εργαλείο, θα το μεταστοιχείωνε σε σάρκα απ’ τη σάρκα μιας ήδη κατακτημένης εποπτείας. Έτσι θεώρησα μεγάλη μου τιμή που κάποτε μου πρόσφερε το ποδήλατό του για να κατέβουμε πλάι πλάι απ’ τα Τζουμέρκα, κάτω απ’ το φως μιας αδιανόητης πανσελήνου που φώτιζε τον δρόμο όσο και τα πρόσωπά μας, όσο και την ψυχή θα έλεγες της ίδιας της στιγμής, για να καταδυθούμε, ευτυχείς, βαθιά στους πρόποδες της νύχτας, μέσα σε ένα καλοκαίρι που άφηνε ήσυχα τους σπόρους του στη μνήμη, δεκαπέντε χρόνια πριν, για να τους βρούμε σήμερα, σε μια ανάστροφη πορεία, σαν όψιμοι κοντορεβιθούληδες. Ακόμα κατεβαίνω δίπλα του εκείνη την ατελείωτη κατηφόρα κάτω από μια πανσέληνο που διαπερνούσε όλες τις μεμβράνες κι έλαμπε κατευθείαν μέσα μας. Και να γιατί, σωστά, εκείνο το ποδήλατο προσφέρθηκε τότε, θυσία στην διαρκή μνήμη που σήμερα μας κρατά αγκαλιασμένους.

Παιχνίδι τρίτο ήταν η μουσική. Δεξιοτέχνης στα τύμπανα, κατάφερνε, εγκατεστημένος στο κέντρο μιας εξουθενωτικής πολυπραγμοσύνης, να βρίσκει χρόνο για μελέτη και για πρόβες, με τον τρόπο που μόνον οι τίμιοι επαγγελματίες μπορούν: υπεροπτικότατα ερασιτεχνικά. Με τον έρωτα προς το μυστικό σθένος των πράξεων, το μη προσοδοφόρο εκείνο κέντρο που απεχθάνεται ό,τι δεν εξηγείται με όρους αγάπης. Παίξαμε κι εμείς μαζί, και παίξαμε πολύ. Καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, αξιωθήκαμε έναν δύσκολο διάλογο με τον πιο φυσικό τρόπο -μια κλασική κιθάρα και ένα σύνολο εξαίσιων χειροποίητων τυμπάνων που με ιερατικό τρόπο έστηνε και χειριζόταν- σαν να ήμασταν ένα από καταβολής κόσμου ηχητικά ισοδύναμο σχήμα. Ποτέ δεν προσπαθούσες να ακουστείς δίπλα του, όλα ισορροπούσαν σαν ταχυδακτυλουργοί πάνω στην ικανότητά του να φροντίζει, να ακούει τις σιωπές, να αγκαλιάζει την αμηχανία σου, να συμμαχεί στον διονυσιασμό, να στέκεται σε μια ζεστή σκιά παραμονεύοντας με έμπυρη διάθεση την πιο μικρή λεπτομέρεια της παρουσίας σου, μια αντιστοίχιση θα έλεγες του ιατρείου μέσα σε έναν μουσικό διάλογο που προοριζόταν να εκτεθεί στην αγορά προκειμένου να θεραπεύσει κάθε έτοιμο ασθενή, δίχως στιγμή να κρύβει το αμφίστομο ρίσκο των ακριβών του φαρμάκων.

Παίξαμε πολλοί φίλοι μαζί του και πάντα υπήρξε ο πιο εργατικός. Και για να μας φιλοξενεί όσο καλύτερα μπορούσε μες στο μοναστήρι του, έχτισε την προσωπική του σκήτη, το στούντιο στο υπόγειο τού σπιτιού που έμενε με την Κατερίνα, τη γυναίκα και σύντροφό του, που στεκόταν με έναν όμοια χαμηλόφωνο τρόπο στο κέντρο μιας παράξενα δικής τους οικογένειας. Μπορώ να υποθέσω πως όλοι αναρωτιόμασταν σχετικά με το ειδικό εκείνο σθένος που τους κρατούσε σταθερά δεμένους και βαθιά συμπορευόμενους στην αγάπη, ενώ πατούσαν ο καθένας σε διαφορετικά οχήματα.

Άλλο παιχνίδι ήτανε αυτές οι ίδιες οι συγκεντρώσεις φίλων μέσα σε εκείνο το σπίτι, που εκτός από υψηλής σκληρότητας τσίπουρα της καταγωγής του, περιείχαν μουσικούς αυτοσχεδιασμούς εγκατεστημένους στο κέντρο του σαλονιού, σαν εκείνο το σαλόνι να είχε επί τούτου γεννηθεί μέσα σε μία πρόθυμη του παρελθόντος φάτνη, προκειμένου να αγκαλιάσει τους ανθρώπους που τώρα γιόρταζαν μέσα του.

Παιχνίδι πρόσφατο ήταν και οι αναρριχήσεις. Αυτές ήταν προχωρημένες για την ηλικία μας, δεν μπόρεσα να τις ακολουθήσω. Γιατί, ξέχασα να σας πω, δεν είχε ο Γιάννης ηλικία, όπως δεν έχει ηλικία ο πνευματικός ή ο ψυχοθεραπευτής σου ή ο φίλος σου, είναι ένα πρόσωπο που το στενεύει ο χρόνος του, που κοιτιέται μαζί σου στον καθρέφτη σαν το κλέφτη, και βλέπει μόνο ό,τι ήδη ξέρεις, ή έτσι που σκέφτεσαι έναν φίλο που έχει από χρόνια φύγει, και σκάλωσε το ρούχο του στη μέρα που τον πήρε. Να τώρα που θα παραμένει ακίνητος, κι εσύ πειθήνια θα τον ακολουθείς έως το τέλος της κοινής σας διαδρομής, μονάχα έτσι είναι που θα μεγαλώνετε. 

Κι ήταν μετά το άλλο παιχνίδι, της φωτογραφίας, του μηχανήματος των δαιμονίων του ακινητοποιημένου χρόνου, που συλλαμβάνει ό,τι η αντίληψη δεν πρόλαβε και το κρατάει δώρο για την άλλη μας στιγμή -μια κλειδαρότρυπα για να κοιτάς από διαφορετικά σημεία της ωρίμανσης-, κι άλλοτε, στις καλές της τις στιγμές, φέρει σε όλο το ακριβό της σώμα, σαν ιερή ασθένεια, το ήδη μέσα σου τετελεσμένο αίσθημα και το αφήνει δώρο στις γενιές. Το ιατρείο στόλιζαν τέτοια αποσπάσματα από τις εξορμήσεις του, λες και μια υπενθύμιση των παράλληλων κόσμων μέσα στον κόσμο της φροντίδας ήταν μια καλή μέθοδος να παραμένεις αρτιμελής. Έτσι υπήρξε ό,τι όλοι μας θα θέλαμε να είμαστε: πρόσωπα που υφαίνουν το ένα ίδιο πάντοτε εργόχειρο με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, που ο καθένας τους γίνεται ορατός από ένα διαφορετικό σημείο της αντίληψης. Έτσι είναι κάποτε που ακτινοβολούν οι άνθρωποι.

Κι ήτανε τέλος το παιχνίδι της δικής του οικογένειας, αυτής που λίγο μόνο τόλμησα να ακουμπήσω, ίσως γιατί για μένα πάντα ήταν το μέγα μυστήριο, κι ίσως το πιο σπουδαίο επίτευγμα του Γιάννη και της Κατερίνας. Ζούσαν μαζί με έναν τρόπο που κανείς δεν ξέρω να έχει καταφέρει. Μαζί, και όχι μαζί. Ποτέ μαζί στα επί μέρους, πάντα και διαρκώς μαζί στα καθημερινά. Και τι είναι άραγε το καθημερινό αν όχι αυτό που περιέχει κάτω από το δέρμα του, με έναν βιωμένο τρόπο, τα επί μέρους; Ίσως να είναι έτσι, ίσως και αλλιώς. Η λύση αυτού του έσχατου μυστήριου θα εξηγούσε αυτοστιγμεί τον λόγο που η παρουσία του Γιάννη στοιχειώνει σήμερα και εμένα και όλους τους φίλους που αγκάλιασε. Ίσως όμως ένα τέτοιο ακριβό ερώτημα να πρέπει να παραμείνει αναπάντητο, γιατί τα πιο βαθιά δε λέγονται με λόγια. Μπορεί με ένα βαφτισμένο στην αγάπη μονοσύλλαβο που λάμπει στον βυθό της αμεριμνησίας.

Βιάζομαι να τα πω όλα ετούτα σήμερα, 19 Απριλίου του 2024, γιατί αύριο θα συναντηθούν οι φίλοι και οι συγγενείς για εκείνο που στην εκκλησία είναι οι σαράντα μέρες απ’ την αποχώρηση, και είναι ένας τρόμος που με κυριεύει, μην και φανεί ότι το πένθος έχει μονοδρομήσει τα σκαλοπάτια του, βιάζομαι, μήπως αύριο σκοντάψω στο αόρατο, γείρω και βυθιστώ ολάκερος μέσα σε πεισματάρα λήθη σαν μέσα σε κινούμενη άμμο, λήθη που θα ανοίξει το ραμμένο της στόμα μόνο δεκαετίες αργότερα. Ίσως όμως και αύριο, δίπλα στον δικό μας θάνατο.

Όποιος κάθεται απ’ αυτήν την πλευρά της αγάπης, ξέρει πως το οριστικό της αποχώρησης ξυπνά δυνάμεις που δεν τις υποπτευόταν. Ό,τι σου λείπει είναι αυτό που τώρα περισσότερο φωτίζεται. Έτσι, εδώ, η έλλειψη -πήγα να πω η έκλειψη εκείνης της σελήνης που φώτιζε την κατάβασή μας στα Τζουμέρκα ή ίσως η έκλειψη του ίδιου του προσώπου σαν σελήνης της κοινής μας ιστορίας- φέρνει στο κέντρο της σκηνής ό,τι απουσιάζει, και το λούζει με τον πιο ιδανικό προβολέα. Τώρα η απουσία χαράζεται ανάστροφα στο φιλμ, καίει το αρνητικό της και φωτίζει την καινούργια διαρκή πραγματικότητα, που ήτανε πάντα εδώ αλλά που ποτέ δεν της είχες δώσει τη σημασία που της άξιζε: Εδώ και μέρες ζω μια καλοσύνη που φωτίζει από μέσα μου τη λύπη σαν ήλιος. Η καλοσύνη του προσώπου που απουσιάζει, το δώρο που άφησε πριν να χαθεί πίσω απ’ το παραπέτασμα που στο εξής θα μας χωρίζει. Βλέπω τώρα τον στρατηγό, τον καλό παλιό συνεργάτη μου, με το μαύρο του περιβραχιόνιο, να στέκεται στη γωνία της σκηνής και να προστάζει αυτό το φως να απλωθεί και να φωτίσει όλα μας τα χρόνια: «-Να είσαι εκεί!», διατάζει, και η μεταξένια διαταγή του ωραίου μου στρατηγού κάνει τώρα τον φίλο μου πιο ζωντανό από ποτέ.

Η θάλασσα κλείνει το στόμα της πάνω απ’ το λευκό του άλογο. Ο ποδηλάτης λειαίνει το μονοπάτι που θα περπατήσουμε αύριο στην κορυφογραμμή. Είχε σταθεί να ξαποστάσει, εκείνος που ποτέ δεν στεκόταν. Τώρα ξέρω γιατί. Θα είναι εκεί, στον δρόμο, δίχως να επιμένει, δίχως να βιάζεται, δίχως να ζητά, χωρίς ήχο κανέναν, δίχως νεύμα, χαμογελαστός, σηκώνοντας ένα μικρό ποτήρι τσίπουρο πάνω απ’ το φωτοστέφανο της αγάπης.

(19 Απριλίου 2024)

Αναρτήθηκε στον «Χάρτη» #65, Μαΐου 2024: https://www.hartismag.gr/hartis-65/klimakes/na-eisai-ekei

Παράλληλο κείμενο, της 18ης Μαρτίου 2024: https://yorgosmouloudakis.wordpress.com/2024/03/18/είναι-για-τον-γιάννη/

Δάσκαλοι, διαφθορείς και άγιοι, μια καθημερινότητα

Ο Όσκαρ Γκίλια και το τέλος εποχής

Oscar Ghiglia, 1964

Α

Όπως κοιτάζεις μια κενή σελίδα, κι όπως ανοίγεις το παλιό κρασί που κάθισε υπομονετικά σε υγρό υπόγειο περιμένοντας τη γιορτή, όπως ρεμβάζεις στο ηλιοβασίλεμα μονάχος, μακριά από τουρίστες και όψιμους ερωτευμένους, κι όπως θα βρίσκεις πάλι αύριο σε ένα σπυρί της άμμου φορτωμένο σαν σε ακυβέρνητο διαστημόπλοιο τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο ενός σύμπαντος που δεν έζησες μα που τώρα σου δωρίζεται χωρίς δεύτερη σκέψη ή σαν λαχνός, να πεις, που ενδόμυχα το ήξερες ότι σου άξιζε και μόλις σου κληρώθηκε, έτσι, σαν είναι ώριμη η ώρα, προσφέρεται η δωρεά των ανθρώπων μας που φεύγουν και που από κάπου πριν αποχωρήσουν είναι ανάγκη να πιαστούν για τελευταία φορά στον κόσμο, κάποιο σημάδι να αφήσουν για να επιστρέφουν, μια πέτρα με μια ευδιάκριτη μουτζούρα πάνω της, μια καμουφλαρισμένη πύλη για να ξαναμπούν σαν ο καιρός το επιτρέψει.
Με τέτοια λόγια ίσως ξεκινάει κάθε πένθος. Το πώς ολοκληρώνεται είναι μια άλλη ιστορία.

Συνέχεια

Είναι. (για τον Γιάννη)


Είναι ο καιρός του πένθους. Και πρέπει να το πω για να το ακούσω. Έφυγε από κοντά μας ένα φωτεινό πρόσωπο, που είχε αναλάβει τα άπειρα καθρεφτίσματα της καλοσύνης του στα πρόσωπα των φίλων. Είναι (δεν ξέρω να πω ήταν), είναι ο Γιάννης, που με τα πολυτάλαντα τύμπανά του έντυνε κάποτε το “Ημερολόγιο ενός Άλλου”, το 2010 και το 2011, και ένα πλήθος δουλειές με φίλους και αγαπημένους πάντα, μέσα και έξω απ’ τα στούντιο και τις σκηνές. Είναι ο τρυφερός γιατρός όλων μας, που στο ιατρείο του άκουγες καλή μουσική και που μπορούσες να πάρεις έναν αναπάντεχο υπνάκο στην καρέκλα, κάτω απ’ την ήρεμη φροντίδα του. Είναι ο δάσκαλός μας στις πολύωρες ποδηλασίες, που είχε την ευγένεια να επιστρέφει απ’ την κορυφή όταν εμείς ήμασταν ακόμα στα μισά για να μην προσπαθούμε μόνοι. Είναι ο άνθρωπος που κατέβαινε απ’ το βουνό τις Κυριακές για να έρθει με το ποδήλατο στα σεμινάριά μας, στο τότε Athenaeum, του Θησείου, να συμμετέχει με τον πιο χαρούμενο τρόπο στη γιορτή και στις ρακοποσίες. Είναι ο άνθρωπος που έφτιαχνε γιορτές δικές του απ’ το τίποτα, γιορτές γαλήνιες και γιορτές διονυσιασμένες, με τα πιο αυτοσχέδια μέσα και που κρατούσε πάντα τα εργαλεία της δουλειάς και της περιπέτειας απαστράπτοντα. Είναι ο άνθρωπος που μας φιλοξενούσε στα Τζουμέρκα, κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο του χωριού που ήταν ολόκληρος μέσα στο σπίτι, και που την πρώτη εκείνη φορά, του 2011, έδωσε σε μένα τον αρχάριο το ποδήλατό του -κάτι σαν μια πόρσε των ποδηλάτων για όσους ξέρουν- να μοιραστούμε την ιερή κατάβαση απ’ το βουνό, μέσα σε μια πλέουσα πάνω απ’ το κεφάλι μας πανσέληνο. Είναι ο άνθρωπος με την πιο αθλητική καρδιά και με ένα καλοκάγαθο πείραγμα πάντα έτοιμο πίσω απ’ το ιερατικό του γένι, ο άνθρωπος που δεν σπατάλησε ούτε μισή ευκαιρία για να μοιραστεί με τα πουλιά και τα ελάφια του την κάθε ώρα της ζωής. Είναι ο δικός μας Γιάννης Λελούδας, που την Παρασκευή το απόγευμα δεν άντεξε, και κάθισε δίπλα στο ποδήλατό του να ξαποστάσει σε μια κορυφή της Πελοποννήσου, έτσι, μονάχος του και πρωτοπόρος, όπως πάντα. Εκεί θα είναι να μας περιμένει. Δεν ξέρω να πω ήταν. Μα ήταν εξοργιστικά νωρίς. 
   

Συναντήσεις με τον Γιώργο Μουλουδάκη στο Athenaeum

Γιώργος Μουλουδάκης

«Δάσκαλοι, διαφθορείς και άγιοι
μια καθημερινότητα»

[η συνέχεια ενός σεμιναρίου με αφορμή την κιθάρα]

Σάββατο 20 Απριλίου, 11:00-17:00 και Κυριακή 21 Απριλίου, 13:00-19:00

Ωδείο Athenaeum

Το σεμινάριο απευθύνεται σε σπουδαστές και καθηγητές, παλιούς και νέους φίλους των
σεμιναρίων του Γ.Μουλουδάκη, και όπως και στην πρώτη τους περίοδο (2013-2019), έχει
ως έναυσμα την εκτέλεση έργων στην κιθάρα, αφορά όμως σε κάθε μουσικό που θέλει να εμβαθύνει σε θέματα εκτέλεσης και διδασκαλίας και -φιλόδοξα- να συνθέσει προσωπικά εργαλεία ανάγνωσης του κόσμου μας.

Στη συνάντηση μπορούν να συμμετάσχουν σπουδαστές, δάσκαλοι και επαγγελματίες του ευρύτερου μουσικού χώρου, καθώς και άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τον παράξενο τρόπο που η τέχνη διεισδύει στην καθημερινότητα και την εξαγνίζει.

Η ως εδώ μέθοδος υπήρξε η σε κοινή θέα τοποθέτηση προ-πλασμένων αρχών, με βάση τις οποίες στη συνέχεια δοκιμάζονταν τα έργα μας, ενώ παράλληλα εξετάζονταν μέσα απ’ το δικό τους διαυγές πρίσμα οι μουσικές «αμαρτίες” της καθημερινότητας.

Συνέχεια

Η Μπατανία


Στη μνήμη της πρώτης δασκάλας,
κας Μαρίκας Μπαντουβά (1933-2024)

Η μυρωδιά των λουλουδιών απλωνόταν στο σπίτι. Μέρα δίχως ήλιο, κουφόβραση και κλεισούρα κάμαρας που περιμένει τον νοικοκύρη να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα. Φάνηκε ένα μαύρο σύννεφο και στάθηκε πάνω απ’ την πόλη. Κόσμος αλλοπρόσαλλος έσπρωχνε να χωθεί μες στην αυλή, πέλαγο πράσινο βαθύ φυσούσε το σκοτάδι του λοξά πίσω απ’ τον κήπο, ένα καράβι προχωρούσε μόνο του στο βάθος. Αυτός κοίταζε τώρα κατά το υπόγειο. Άκουγε βήματα που σέρνονταν, παπούτσια που σταματούσαν το ένα δίπλα στ’ άλλο, ψάχνοντας τόπο να σταθούν. Δεν είχε σημασία σήμερα το πού, φτάνει που ήρθαν ως εδώ, τίποτα πια δεν ήταν βιαστικό.

Συνέχεια

Χριστούγεννα ανάμεσα στις εποχές

Ηράκλειο, Χανιόπορτα, δεκαετία του 1950

Τα Χριστούγεννα μελαγχολούσες. Όχι φέτος. Ζέσταινες νερό κι ετοιμαζόσουνα για έξω. Ήλιος σκληρός απ’ αυτούς που δεν εμπιστεύεσαι. Παλτό και σηκωμένος ο γιακάς, κι ας σκάει ο τζίτζικας, δεν θα τ’ αλλάξουμε τώρα αυτά που ξέραμε, πού πήγε ο Χειμώνας, είναι πια ντροπή! Γράφεις δουλειές, μια-μια, να δεις με τι θα ξεκινήσεις. Χτυπάνε για τα κάλαντα. Δεν θα ανοίξεις τώρα. Τώρα θα ανοίξεις. Χαρούμενα παιδιά, μελομακάρονα φτιαγμένα από ξένα χέρια. Σήμερα είσαι γενναιόδωρος. Και έχεις λόγο.

Σκούπισε το μεγάλο ξύλινο τραπέζι και το αλεύρωσε. Έσπρωχνε τώρα με μικρές γροθιές το ζυμάρι, το χτύπησε πάνω στο ξύλο, έπιασε το ξυλίκι. Μια λίμνη απλώθηκε μπροστά στα μάτια σου, κι όλο μεγάλωνε να πέσει απ’ το τραπέζι.

            -Μαμά, να κόψω κι εγώ;
            -Ναι αντράκι μου, να κόψεις.

Με το ποτήρι έβγαζε τέλειους δίσκους απ’ το σώμα του ζυμαριού. Τους έστρωνε στη μια γωνιά του τραπεζιού. Έστρωνες κι εσύ τους δικούς σου, στην άλλη γωνιά, με το μικρό ποτήρι, αδέξιους, αλλά δικούς σου. Έφερνε τώρα τη λεκάνη τη μυζήθρα κι άρχισε να γεμίζει. Τα ξόμπλια τα ‘κανε με το δάχτυλο που έδειχνε απέναντι όταν χρειαζόταν, κι άλλοτε τα ‘κανε με το πιρούνι. Εσύ τα δικά σου.

Συνέχεια

Κάλαντα που δεν είπαμε

Και τι θα πει αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά, κι άλλα τέτοια ωραία, έτσι είπε, πώς τόση βία για γιορτή μέσα σε τόσο θάνατο, άκου, χτυπά το καμπανάκι στην Ιερουσαλήμ και λέει τους σημερινούς νεκρούς, ζαχαροκαντιοζύμωτη, για αύριο έχει ο θεός, με βιάση να χτιστούν οι φάτνες, να σιδερωθούν τα γιορτινά, να βγούνε οι καλοί νοικοκυραίοι με τα καλαθάκια τους, χίλια χρόνια να ζήσουνε, που τους χαρίσανε οι καλήν εσπέραν άρχοντες, οι ελεήμονες, οι πολυχρονεμένοι, κι αρχή που βγήκε ο Χριστός, τ’ αυτιά μας δεν ακούνε πια έτσι που ακούγανε, γλιστρούνε οι προσβολές στο κράνος της ανάγκης και εξοστρακίζονται, πλήθος αγγέλων ψάλλουσι, έχει και χοιρινό, κατεψυγμένο ψάρι και τυριά, αυγά και ζάχαρη, να πω στ’ αρχοντικό σας, μόνο κρασί για τη θύμηση δεν έχει, πού να ξέρουνε αυτοί, ξεμάθαμε από ανθρωπιά και μάθαμε φιλανθρωπία, Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, αιώνες να καταχτυπάς κακόμοιρε την πόρτα του ακριβού σου τόπου κι ύστερα να σε κατατροπώνουν τα τσικό, έτσι για αστείο, είναι αμαρτία, εσύ που σ’ άλλα μέρη πήγαινες που δε χωρούσανε σε προσευχές νοικοκυραίων, πέτρα να μη ραγίσει, και να ‘χει τώρα λόγο το δουλί του κάθε απατεώνα, εκ της Περσίας έρχονται, μα όσο εσύ μονολογείς προελαύνουν οι μαγαρισιές, με πόθον ερωτώσι, κοίτα, περνάει τώρα η διμοιρία με τα λάβαρα, κι όσο εμείς διστάζαμε εκείνοι ακόνιζαν τα στιλέτα τους στο υπογειάκι της συναίνεσης, ωραία ζέστη που ‘χει εδώ κάτω, κοντά στο τζάκι, συ ’σ’ αρχόντισσα, κυρία, δεκατρία χρόνια ήταν αρκετά για τη μεταμόρφωση, να, τώρα ένας γέρος μαλθακός, δες κι εμέ το παλληκάρι, πρώτος μπαίνει θριαμβευτικά στο σώμα του συνυποσχετικού, το καλαμάρι έγραφε, πράξεις ανίερες, ποιανού παιδί να ‘ναι το μπάσταρδο που θα προκύψει, βαστά εικόνα και χαρτί, και τώρα μες στης μοναξιάς το θρόισμα ακούς που παιανίζει η συνταξιοδότηση, τελειώνουνε οι λέξεις σου, όσο να πεις δεν ήταν ανεξάντλητες, και το χαρτί ομίλειε, όλο και πιο αραιά φτάνει προσκεκλημένη μία στο τραπέζι, σα δεν ηξεύρεις γράμματα, πες μας την αρφαβήτα, λιτός θα είναι τώρα ο τρόπος σου, όλο και πιο λιτός μέρα τη μέρα, ώσπου στο τέλος θα απομείνει μοναχά το φύσημα μιας συλλαβής, που όταν τη συλλαβίσεις θα χαθεί ο κόσμος σου, κατέβηκε η πέρδικα να βρέξει το φτερό της, πρόσεξε μην πλατειάζεις, μη λες το πράμα δυο φορές, Βασίλη, πόθεν έρχεσαι, κι ας είν’ στη δεύτερη φορά που κοκκινίζει το μάγουλο της αλήθειας, κάτσε να τραγουδήσεις, έτσι σε ξέμαθε των άλλων η ανάγκη, πού τώρα λες τη δυσκολία αντιπερισπασμό, κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε, δίχως της γίνονται ανήσυχοι οι δεσμοφύλακες, αυτοί που τρέμουν τα όνειρα με τις φαλτσέτες στις αφώτιστες γωνιές, από της μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω, κι όταν σε δουν θα ξεκινήσουν την ανάκριση, τραγούδια δεν ηξεύρω, θα απαιτήσουν μία συγκατάθεση για να γλυκάνει μες στο σπλάχνο τους ο φόβος, χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, άσπρο σταφύλι ροζακί, γι’ αυτό φυλακίζανε όσους δεν είχαν εύκαιρη μια κουβέντα για τον μέσο όρο, κι ακόμα έτσι κάνουν, μη γελιόμαστε, πέρδικες κελαηδούσαν, κουβέντα που σταματά το κλάμα των μωρών, εγώ ’μαι του ψαρά ο γυιός ο ψάλτης κι ο γραμματικός, σφυρίζει τώρα οκτώ η ώρα στις όχθες, το πλοίο κατεβαίνει τη διώρυγα με τα ευπώλητα, έφηβες Ερινύες χτυπούν το τριγωνάκι τους μέσα στον ύπνο των αρχόντων, μαύρα μου γλυκά ματάκια, κι εσύ θα αποχωρείς απ’ το όνειρο με μια υπόκλιση, τέσσερα βήματα πίσω, πάμε τώρα, Da Capo, να πιάσουμε το νήμα απ’ την εποχή που ήμασταν κι εμείς παιδιά, τη μοίρα του την έγραφε, σε έναν τόπο σαν βομβαρδισμένη πόλη που της έκλεψαν οι πορτοφολάδες το παρόν και τώρα κοιμάται γυμνή στα παγκάκια ώσπου να επιστρέψεις, εγώ γράμματα μάθαινα, παρθένοι οι δρόμοι της, παρθένοι κι οι παράδρομοι, τώρα θα περπατάς δίχως κανένα φόβο, κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, σαν του ουρανού τα πετεινά που πιάνουνε τον χρόνο απ’ το σωστό μανίκι, και πόθεν κατεβαίνεις, ένα ψίχουλο εδώ, ένα εκεί, μια ευλογία μες απ’ την παλάμη του μεγάλου μάστορα, άσπρε μου, καθάριε κρίνε, δίχως μεσολαβήσεις και προαγωγούς, εμείς θα το πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας, πες μας την αρφαβήτα, ζωή σκυφτή κι ανήλιαγη, για τόσο λίγο χάσαμε τα πάντα, το καλαμάρι έγραφε, ζωή σαν γιαπωνέζικο μπονσάι, σα δεν ηξεύρεις γράμματα, που κουβαλά τη σκάλα του στον ώμο σαν πρόθυμο πρόβατο, και στο ραβδί τ’ ακούμπησε, ας συμφωνήσουμε επιτέλους τι είναι το επέκεινα, δεν ήταν μόνο πέρδικες, να ‘τοι οι μεταξένιοι στρατηγοί, και παρακεί οι πέτρινοι, δίχως καρδιά, εκείνοι που κρατάνε τους λογαριασμούς, γαρυφαλλιές λεβέντικες, εσύ είχες ωραίους πατεράδες, μπάσταρδους, που λέγαμε την άλλη ώρα, μάτια μου, κι ας σε ξυπνούσα, και έναν-έναν τους καρφώσαμε στο πέτο το παράσημο, μες στον ωραίο ύπνο κάτω από τις ακακίες, πως περπατεί λεβέντικα, λουσμένοι δίκαιο ήλιο και γωνιές γαλάζιες του ουρανού, κάτω από τρούλους ορατούς μακριά ως την Παλαιστίνη, και παντοκράτορες με κοντοπαντέλονα και τόξα ουράνια σκυμμένα πάνω από τον άνεμο, οι ουρανοί αγάλλονται,κανένας δε στα δώρισε, εξόν κι η Χάρις παρακολουθούσε τότε αμίλητη, Ανάσταση χτυπούσε μες στο στήθος σου, μονάχη, σαν καμπάνα σε ερημοκλήσι, και ποιητής των όλων, τώρα κανείς δε γιορτάζει τον αδικημένο μέσα στα σωθικά του, και τούτο άξιον εστί, που έχει την πλάτη γυρισμένη και μονολογεί, βαστάει εικόνα και χαρτί, βλέπει βαθιά στον ύπνο του το πλοίο που βυθίζεται, καλεί βοήθεια κι ο καπετάνιος δεν ακούει, αυτός κοιτάζει τη ρουλέτα, μαγνήτισε το βλέμμα του η μπίλια που χοροπηδά ανάστροφα στο σύμπαν της χίμαιρας, από της μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω, τώρα το καράβι μπάζει νερά κι οι ναύτες στέκονται σε λάθος βάρδιες, πόσες φορές με κλάματα, κι εσύ πισθάγκωνα δεμένος στο κρεβατάκι του ύπνου, σαν Οδυσσέας στο κατάρτι, νά ’χεις το Θεό βοήθεια, να δεις αν είναι δυο τα στόματα του ονείρου ή περισσότερα, σαν της Λερναίας Ύδρας, και να η πρώτη σου αμαρτία, και στα περικλωνάρια της, που ακούμπησες την κρύα σάρκα του ιεροεξεταστή, κι υπέγραψες δίχως να ξεφυλλίσεις δεύτερη φορά τη σκέψη, μαύρα μάτια να διαλέξω, κι ήταν εκείνη η στιγμή που έσπασε η πόρπη της ενηλικίωσης, όπως υμένας που παλλόταν στην ηχώ άλλης ζωής και ξαφνικά μαρμάρωσε, και τότε η στιγμή ορθώθηκε μονάχη της και σφάλισε την πόρτα του κελιού με το κλειδί της, όργανο βαστάει, κερί κρατεί, και χτύπησαν μονάχες οι καμπάνες του νησιού, γλίστρησε το στόμα της βέρας στον παράμεσο, τώρα ήσουν πια ενήλικας και είχες πλήρη δικαιώματα στις απρέπειες, τον ρήγα, τον λεβέντη μας, ένα καλάθι ελεημοσύνη από δω, μια σύνταξη εκεί, και μια όμορφη στο τέλος τελετή, δώρο κι αυτή στο πανεράκι των αποχωρήσεων, με τα απαραίτητα της λήθης, σιτάρι και κρασί για τις γιορτές που ξεχαστήκανε, κι αν ήσουνα τουλάχιστον ένας Κανάρης ή ένας έστω Γιαμπουδάκης, στη γη να περπατήσει, μα όσο εσύ περίμενες πλήθαιναν οι χειροπιαστές αποδείξεις, ξεφτίζανε τα φύλλα του ακατανόητου, στέγνωναν οι αλήθειες σαν σεντόνι απλωμένο στον ήλιο, και ξάφνου απομαγνητίστηκε το σκαρί του κόσμου κι έγειρε, και κάθε πράγμα τώρα θα ‘χανε δια παντός το σιαμαίο είδωλό του, χαίρει η φύσις όλη, τώρα το ψωμί θα ‘ταν ψωμί και το μαχαίρι μαχαίρι, τίποτα περισσότερο, μα η δική σου η ζωή μουρμούραγε παράλληλα σ’ αυτήν εδώ, δεν είχε ανάγκη αυτή από αθλοθέτες, ας ξεκινούσε αμέσως η γιορτή, ο Μέγας Μαραθώνιος, ο Ανάστροφος, που ‘χε το τέρμα του στην καρδιά της πρώτης μάχης, αυτής που μέσα στους αιώνες περηφανευόσουνα πως έζησες και πως πολέμησες, εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω, μα ούτε που τους πέρασε απ’ το νου πως μες στο αποξηραμένο όνειρο βύζαινες μυστικά τον άλλο χρόνο, και το χαρτί ομίλει, λίγο πριν να φανεί η συμμορία με τους ληστές, με το μαστίγιο της γλώσσας κροταλίζοντας πως τούτα τα Χριστούγεννα θα φέρνανε το ποταπό πεσκέσι, που βέβαια δε σ’ ακούμπησε εσένα τόσο, καλήν ημέραν άρχοντες, όσο εκείνον τον απόγονο που κάποτε θα αναθυμόταν, με σκυμμένο το κεφάλι, έναν παππού που αλλαξοπίστησε, ιδανικός πίσω απ’ τις πυροβολαρχίες της αγνότητας, πατώντας με πατούσες στέρεες το άβατο που κάποτε μας κράτησε κι εμάς παιδιά, και μας ετάισε γαλάζιο του ουρανού δίχως να ξέρουμε.

Κι αρχή καλός μας Χρόνος.

Γιώργος Μουλουδάκης, 17 Δεκεμβρίου 2023


[Το κείμενο αναρτήθηκε παράλληλα στο περιοδικό «Χάρτης» #61, Ιανουαρίου 2024: https://www.hartismag.gr/hartis-61/moysikh/kalanta-poi-den-eipame]

Ο ΦΑΝΟΥΡΗΣ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ / Ανταποκρίσεις απ’ την άλλη Λωρίδα

Pablo Picasso, Cat catching a bird

Μένει στο σπίτι. Στον κήπο. Ένας γάτος τυφλός. Με αχνό γκρίζο τρίχωμα και με προσεκτικές κινήσεις και λικνίσματα, σαν ακροβάτης πάνω στο σκοινί. Λένε πως έχασε τα ωραία μάτια του σ’ έναν καβγά που θέλει να ξεχνάει, μα θα ‘ναι μια σκηνή που επιμένει ανάμεσα στις δύο σκοτεινές οπές, η βαριά κουρτίνα που θα τον χωρίζει απ’ τον άλλον κόσμο. Τώρα ακούει το μουρμουρητό των θεατών, την ανυπομονησία στην πλατεία, ποτέ όμως το έργο δεν χτυπά το τρίτο του κουδούνι.

Εμείς δεν ξέραμε για κείνο του το παρελθόν, απ’ το οποίο απέμεναν δυο άδειες κόγχες, το λίκνο δυο ευκίνητων ματιών που τα σκεφτόσουν όλο περιέργεια, βαριεστημένα ή καχύποπτα, ποιος ξέρει; Στη θέση τους στεκόταν τώρα μια κερένια μάσκα, η ξεχαρβαλωμένη αυλαία μιας έρημης σκηνής, δυο ερωτηματικά που γαντζωνόντουσαν από την ελεημοσύνη του καιρού, τρύπα που η μοίρα έσκαψε κάτω απ’ τη σκήτη και που μέσα στο στόμα της εγλίστρησε και χάθηκε ο ένας απ’ τους πέντε μοναχούς. Χύθηκαν τα αργύρια, ξάπλωσε η φτωχή ζαριά στην τσόχα, κοίταξαν οι άσσοι κατάματα τους παίχτες με τις δυο κουκίδες τους, είπαν να διεκδικήσουν μια πιο δίκαιη μοιρασιά, μα ήταν πια αργά. Η στιγμή μπήκε στο ζύγι και βρέθηκε υπέρβαρη. Ο Άγγελος έσκισε με το κοφτερό του νύχι το μέτωπο του Φανούρη. Εκείνος στο εξής θα χάιδευε τη φτερωτή ράχη των Χερουβείμ σαν να σταυροκοπιότανε μπροστά στα χίλια μάτια τους, και θα ζωγράφιζε με την πατούσα του μικρά Μετέωρα, αργά στον χρόνο του, με δίχως βία, με τη στωικότητα εκείνων που τους στέρεψαν οι δρόμοι.

Συνέχεια

ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Η κυρία Αθανασία άπλωνε το δεξί της πόδι, που ήταν εύκολο στις κράμπες, μακριά έξω απ’ τη θέση του καθίσματος, στην πρώτη σειρά του λεωφορείου. Του καλομιλούσε μην της χαλάσει σήμερα τη μέρα. Είχε βρει καλό συνεπιβάτη, χαμογελαστό και εύχαρι· όταν, μάλιστα, τον παρακάλεσε να της φέρει ένα μπουκαλάκι νερό απ’ το μαγαζί απέναντι -αυτά λίγο πριν την αναχώρηση για Πάτρα- εκείνος όχι μόνο προθυμοποιήθηκε, αλλά δεν ήθελε να πάρει ούτε λεφτά, πράγμα που ασφαλώς αρνήθηκε, τόσο που ο άνθρωπος στο τέλος έψαχνε ρέστα για το πεντάευρο που επί ώρα τού έσπρωχνε μες στην παλάμη. Μέρα λαμπρή, μέρα για κουβέντα, τώρα που είχε πατήσει τα 80 της κι οι ευκαιρίες για συνομιλητή όλο και λιγόστευαν. Η κόρη της τη μάλωνε για τις λέξεις που ξεχνούσε, την αναστάτωναν εκείνα τα «… πώς το λένε;» που κάθε τόσο έλεγε και ξανάλεγε, τότε που ένα ξεκάθαρα μες στο μυαλό της φωτισμένο πράγμα δεν έβρισκε τη λέξη με την οποία το ήξεραν οι άλλοι. Έτσι κι αυτή, σαν το παιδί, θα ξαναμάθαινε τον κόσμο απ’ την αρχή, με σχήματα, με ήχους και με μυρωδιές, με κραυγούλες και με τεντωμένα δάχτυλα να δείχνουν το αόρατο νόημα. Οι συλλαβές χανόντουσαν μέρα τη μέρα μες στο σώμα μιας πυκνής ομίχλης όπως πεπρωμένο, που δεν μπορούσες να το ξεγελάσεις, σε σκέπαζε όπου κι αν προσπαθούσες να κρυφτείς, ρουφούσε το μεδούλι των σκέψεων, ροκάνιζε τη ραχοκοκαλιά της συνεννόησης. Και τι να είναι άραγε ένας κόσμος βουβός, γυμνός από λέξεις; Και όλο «… πώς το λένε αυτό, θα θυμηθώ, θα δεις …», και όλο η κόρη άλλο δεν άντεχε τα ίδια και τα ίδια, που ξεχυνόντουσαν, υπερήλικες παρθένες, απ’ τον πηχτό βυθό μιας μνήμης ακίνητης εκεί βαθιά, σαν νεκρό σαλάχι.

Συνέχεια