Άντρες Σεγκόβια Τόρες (1893-1987) / Γ΄ μέρος

Το ιδανικό, συνέχεια

Παραμένω για λίγο ακόμα στο ιδανικό της κιθάρας σώμα, το θηλυκό σχήμα που γήτεψε τα βραδυκίνητα βήματα του ενενηκοντατετραετούς ήρωά μας, και τον έφερε απ’ το Λινάρες της Ισπανίας στις άκρες της γης, και λίγο πιο κει, στην άγραφη μες στον καθένα μας ιδιωτική γεωγραφία.Η κιθάρα δεν υπήρξε γι’ αυτόν το φαλλικό σύμβολο που λίγες δεκαετίες αργότερα θα όπλιζε τα αμήχανα χέρια των αστέρων της ροκ, μα αντικείμενο έρωτα, πράγμα που συλλαβίζει κανείς εύκολα ξανακοιτάζοντας τα αποθησαυρισμένα στιγμιότυπα με αυτόν, σκυφτό, πάνω απ’ το σώμα της, σώμα ανέλπιστου πόθου παρά λάφυρο πολέμου, κορμί συζύγου και ερωμένης του αεί διανοιγόμενου και εκμηδενιζόμενου κάτω απ’ την επικράτεια της γοητείας της γέροντα. 
Η σχέση αυτή έβγαλε τις πρώτες τρυφερές της ρίζες σε ένα αόρατο παρελθόν, αιώνες πριν τη γέννησή του, πράγμα με το οποίο κάθε φίλεργος λαθρακουστής των πρώιμων ηχογραφήσεων θα συμφωνούσε. Μητέρα και ερωμένη, σύζυγος και αδερφή. Πλέξη αμφίστομη θα έδενε διά παντός τα δυο λατρευτικά υφάσματα στον αργαλειό, έτσι που πάντα μες στους μύθους διαπράττονταν οι αιμομιξίες, βουτηγμένες με τη μια τους πλευρά στη συνείδηση και με την άλλη έξω απ’ αυτήν, ποτέ αμέριμνες, όπως η φτέρνα του Αχιλλέα, που απ’ τη γέννησή του κοίταζε με νοσταλγία τον ορίζοντα να διακρίνει το βέλος που αιώνες ταξιδεύει και καταφθάνει, να διαρρήξει τους σιαμαίους κόσμους και να ρευστοποιήσει τη δικαιοσύνη των θεών μες στη ζωή. Ίσως έτσι να εξηγείται και η γοητεία αυτού του ήρωα: Η μια πλευρά του -η έξω απ’ τη συνείδηση- μας μοιάζει.

Συνέχεια

«Και η φωνή αυτού ως φωνή υδάτων πολλών/ μια Αποκάλυψη» – παραλειπόμενα μιας παράστασης

Αφορμή ήταν το «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός», που έκανε την παραγγελία. 
Πλαίσιο σταθερό η πολυετής συνεργασία μας με το Studio 19st, τον Κώστα Μπώκο και τον Βασίλη Κουντούρη, με τους οποίους λίγα λέμε και πολλά γίνονται. Στην συνέχεια άνοιξε την πόρτα της φιλίας μας η Σοφία Χίλλ, που ήρθε με το οπλοστάσιο της πολύγλωσσης τεχνικής της και με την απ’ την πιο βαθιά περιοχή θέαση κάθε χώρου (όπως και πέρυσι τέτοια εποχή, στην παράσταση «Σκοτεινή πλευρά της μνήμης/ η Προκυμαία») για να μιλήσει με πολλά στόματα μες στις ηχογραφήσεις και να σταθεί με εναλλασσόμενες μάσκες μες στις κινηματογραφήσεις που έγιναν στο στούντιο, με σκοπό να λειτουργήσουν ως νησίδες σχολιασμού. Ο αρχικός σχεδιασμός της ζωντανής στην παράσταση παρουσίας της άλλαξε στην πορεία, και κρατήσαμε τα αποθησαυρισμένα στιγμιότυπα ως σύμβολα στιγμών εκτεθειμένων στο διαρκές του χρόνου -της παράστασης και του δικού μας. Αυτή η αλλαγή, πέραν της δημιουργικής συμπύκνωσης, έφερε και νέα στοιχεία στην επιφάνεια, που τώρα θεωρούνται οριστικά μέρος της παράστασης. 

Ο καθένας ανέλαβε το μέρος που του αναλογούσε:

Συνέχεια

Aντρές Σεγκόβια Τόρες (1893-1987) / Β΄ μέρος

Το σχίσμα, συνέχεια

Υπάρχει ένα κομμάτι μες στο παράξενο παζλ που αρτιώνει αυτό που λέμε παρουσία, κομμάτι που αυτονομείται, ταξιδεύει τη μοναχική πορεία του ερήμην μας, προκειμένου να μας απαλλάξει απ’ την άχαρη υποχρέωση να απολογούμαστε για το υποφωτισμένο κομμάτι της ύπαρξης. Εδώ, το μισό κομμάτι του δεξιοτέχνη μας λειτούργησε εν ονόματι μιας μελλοντικής φιλοδοξίας που θα έκανε την υδρόγειο να υποκλιθεί στο θαύμα της δεξιοτεχνίας. Το άλλο μισό θα παρέμενε καθηλωμένο στην πρωταρχική εικόνα της αποκάλυψης του κόσμου κάτω από τον κόσμο, η οποία αποτυπωνόταν στο ανοιχτό στόμα ενός παιδιού μπροστά σε μια κιθάρα, μπροστά στην εξουθενωτική έλξη που θα ασκούσε εκείνη τη στιγμή στα σωθικά του ο ζεστός ήχος, ήχος-αποπλάνηση και ήχος του παράδοξου μιας θείας διάστασης μες στο ταπεινό σχήμα της ύλης. Αυτό το δεύτερο κομμάτι ήταν εκείνο που κάποτε, στην Νέα Υόρκη των αρχών του περασμένου αιώνα,  τον έσπρωξε να αποχωριστεί -για ελάχιστα- το σκήπτρο της αυθεντίας και να σκύψει με θαυμασμό πάνω στο παίξιμο του «δικού μας» Γιώργου Κατσαρού, του ρεμπέτη, πάνω απ’ τις αυτοσχέδιες κινήσεις δυο χεριών που κατάφερναν, απ’ τους πλέον παράδοξους παραδρόμους, να φτάνουν στην κορφή του λόφου πριν το καταλάβουμε, και να φανερώνουν μπρος στα αθώα μάτια μας λευκούς λαγούς βγαλμένους μόλις μες απ’ το ημίψηλο των αφηγήσεων. Θα τολμήσω να πω κάτι που δεν μπορώ να αποδείξω, όπως συμβαίνει με όλες τις εκδοχές της αλήθειας που διατηρούν την αναντίρρητη οσμή της αποκάλυψης. Ο Segovia υπήρξε αυτός που υπήρξε όχι επειδή έβαλε την κιθάρα στις αίθουσες συναυλιών, όπως οι ιστορικοί διατείνονται, μα επειδή μοιράζονταν με περιπτώσεις όπως του Κατσαρού τον κοινό τρόπο ψηλάφησης του αοράτου, και μάλιστα με τον πιο διεισδυτικό τρόπο: χωρίς να ξέρει απολύτως τίποτα για αυτό, για τη δοσμένη χάρη, σχεδόν όπως θα φανταζόσουνα πως έκανε ο Χριστός όταν περπατούσε πάνω στα κύματα ή όπως θα παραδεχόταν ένας ιδιοφυής ισορροπιστής: την ώρα που σκέφτεσαι το έδαφος είσαι ήδη νεκρός.
Το γεγονός τώρα ότι η φήμη αυτού του ανθρώπου κατοίκησε την υδρόγειο, πράγμα που δεν συνέβη σε αυτόν τον βαθμό για τον συντεχνίτη του και συντοπίτη μας, μπορεί να το εξετάσουν οι αναλυτές των ψυχών και του χρόνου μας. Εγώ μπορώ μονάχα να καλωσορίσω την συναστρία που φιλοξένησε την ιερή σύναξη, εκείνη την ακαταμάχητη έλξη που οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους στις αίθουσες για να μοιραστούν την μοναχική στιγμή ενός και μόνο οργάνου, ενός οργάνου τόσο φτωχού, φτωχού με τον τρόπο που υπήρξε φτωχό το θέατρο του Γκροτόφσκι και η πινελιά του Θεόφιλου. Αυτό το σκύψιμο στο ελάχιστο και στο απαραίτητο της ζωής, που ξάφνου εκτινασσόταν σε ταξίδι από τη γη στη σελήνη των προσδοκιών, ήταν το κορυφαίο κατόρθωμα του ταχυδακτυλουργού. Δεν ξέρω άλλο όργανο που αξιώθηκε αυτήν την μοναχική τελετουργία. Και την κατόρθωσε ο Segovia με μια μόνη κιθάρα στην αγκαλιά του. 
Αν τώρα υποθέσουμε πως είχε στοιχειώδη αίσθηση εκείνου που ως φλέβα χρυσού περιείχε, θα πρέπει ταυτόχρονα να υποθέσουμε πως έζησε μια ολόκληρη ζωή πάνω απ’ το ασταθές έδαφος του ίδιου του Σχίσματος, που διαλαλούσε την πληγή του ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους κόσμους. Τον κόσμο ενός Μοναχού και τον κόσμο ενός Βασιλιά. Αν μάλιστα ο ψυχισμός του τύχαινε σε εκείνη την εσωτερική διαμάχη να ήταν πιο αδύναμος και πιο εκτεθειμένος στον μετεωρισμό του παράδοξου από όσο υπήρξε, το πιθανότερο, σκέφτομαι, που θα περιμέναμε θα ήταν ένας ταλαντούχος άνθρωπος κλεισμένος στη μοναξιά του ψυχιατρείου. Ίσως τον έσωσε ο σκελετός ενός Εγώ αδιαπέραστου στην εκκωφαντική ηχώ της πολυσυλλεκτικότητας του κόσμου στον οποίο απευθυνόταν, και έτσι είχαμε αυτό που είχαμε. 

Συνέχεια

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στο γήπεδο του ΟΦΗ

Ήταν δίπλα στο σπίτι. Το πατρικό. Κολλητά στο Αρμένικο νεκροταφείο, που απλωνόταν πίσω απ’ τη μοναδική τότε κερκίδα, λες κι οι Αρμένιοι είχαν κατ’ εξαίρεσιν, και επιτυχώς απ’ ότι φάνηκε, αιτηθεί αυτήν την μετά θάνατον προνομιακή μεταχείριση, να κείτονται αμέριμνοι και εκστατικοί, λίγα μονάχα εκατοστά κάτω απ’ την αεικίνητη ενέργεια ημών των εφήβων μιας εποχής, που περιείχε και εφηβεία, και σέβας, και αποδοχή του ομιχλώδους τόπου των δικαιωμάτων των νεκρών, τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, τους φανταζόμασταν να χαμογελούν σαρδόνια, άφοβοι αυτοί, κάτω απ’ την τρομοκρατημένη μας ύπαρξη, τότε που θα μας έπεφτε ο κλήρος να μαζέψουμε τη μπάλα που διάβηκε το άβατο και χάθηκε ανάμεσα στα μνήματα των κεκοιμημένων.

Το γήπεδο δεν είχε χορτάρι, και δεν είχε ούτε και δίχτυα στα τέρματα. Αυτά τα βάζανε λίγο πριν απ’ το ματς. Και δεν είχε, εδώ που τα λέμε, και καμιά απολύτως πρόβλεψη φύλαξης, αφού απ’ τον έξω κόσμο το χώριζε μια χαμηλή μάντρα, που την πηδούσαμε με εξοργιστική για τους μεσήλικες ευκολία και βρισκόμασταν, πλήρεις ενθουσιασμού και αναιδείας, στη σέντρα του απογευματινού αγώνα, σ’ έναν άλλον, προφυλαγμένο απ’ τον έλεγχο κόσμο, όπου κάθε βρισιά θα βαφτιζόταν στο πρωταρχικό της νόημα, θα εκστομιζόταν δοξαστικά, στην επικράτεια του εν ονόματι -ποτέ δεν πρόσβαλλε φίλο, ούτε εχθρό- και θα εκστομιζόταν αγκαλιασμένη εκείνο το αδιόρατο χτυποκάρδι που την έκανε πολύτιμη. Οι παράδρομοι της ενοχής ήταν κατάκλειστοι, ταξιδεύαμε στην ευθύνη του προσωπικού μας τρόπου. Το γήπεδο θα παρέμενε σχολείο ακριβών αισθημάτων. Αργότερα, στο σπίτι, γινόμασταν πάλι καλά παιδιά. Γι’ αυτό καθυστερούσαμε να επιστρέψουμε, γι’ αυτό μας έπαιρνε κάθε φορά η νύχτα.

Συνέχεια

Aντρές Σεγκόβια Τόρες (1893-1987) / δεύτερη γραφή

Α΄ μέρος

Εν αρχή

Μπορώ να υποθέσω ότι υπήρξε στο τέλος του 19ου αιώνα, στο Linares της Ισπανίας, ένα παιδί που το φώναζαν Andrés και, που όπως τα άλλα παιδιά, έκλαψε στην κούνια του, τα έκανε πάνω του, μάλωσε με τους φίλους του, μίσησε τους γονείς του, έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να είναι ένα κανονικό παιδί. Μπορώ επίσης να υποθέσω ότι σε ένα επτασφράγιστο δωμάτιο εκείνης της παιδικής ηλικίας κακοφόρμιζε σιωπηλά το τραύμα μιας, πιθανά ελάσσονος, πλην επαρκούς για να τύχει της προσοχής του προσεκτικού παρατηρητή, ψυχικής έλλειψης της οικογένειας, τραύμα που, όταν οι συνθήκες θα ωρίμαζαν, θα υποχρέωνε τον ενήλικα φορέα της να διολισθήσει στο μοναστικό αδιανόητο της μουσικής, αντί στην τακτική αξιοπρέπεια του οικογενειάρχη. Εκείνη η σκιώδης έλλειψη, μια προσοδοφόρα, ας το παραδεχτούμε, αναπηρία, από κείνες που δεν αφήνουν δημόσιο αποτύπωμα, εξ ου και δεν χρήζουν λογοδοσίας, φώτισε την κούνια του Andres σχεδόν με τον σαρωτικό εκείνον τρόπο που, μερικούς αιώνες νωρίτερα, ένα άστρο στον ουρανό της Βηθλεέμ έσκυψε για να κοιτάξει μια ακόμη ανώνυμη κούνια.Μετακινώντας το δάχτυλο πάνω στις λεπτομέρειες της ιστορίας του 20ου πλέον αιώνα, πάνω στις χορδές αυτής της παράξενης αιολικής άρπας που ψιθυρίζει τα γεγονότα σαν τονικότητες, θα ξαναβρούμε αυτό το παιδί, τριάντα έξι ακριβώς χρόνια πριν, να κείτεται, χορτασμένο, μπορώ να υποθέσω, σε ένα χρυσοποίκιλτο, μπορώ επίσης να υποθέσω, φέρετρο. Η προσπάθεια κατανόησης του τρόπου που τα 94 συναπτά έτη της πορείας αυτού του προσώπου γονιμοποίησαν τη φαντασία ενός πολυπληθούς ανά την υφήλιο ακροατηρίου, δεν θα ήταν χάσιμο χρόνου, εάν ήταν εφικτή. Ας δούμε.

Συνέχεια

Το αραχνοΰφαντο σθένος της αφύπνισης

Α

Παρατηρώντας, με τη μεγαλύτερη δυνατή για τις μέρες μας ψυχραιμία, τον τρόπο που νέες, μπορεί κανείς να υποθέσει, συλλογικότητες σηκώθηκαν απ’ τη ζεστασιά του καναπέ τους μετά το τραγικό χωροχρονικό στίγμα των Τεμπών, της Τρίτης 28 Φεβρουαρίου 2023, 23:20 ακριβώς -στιγμή κατά την οποία ο γράφων αποβιβαζόταν ομοίως αμέριμνος από αντίστοιχης επικινδυνότητας δημόσιο μέσο-, παρατηρώντας τις αυτοσχέδιες αυτές συλλογικότητες να κατακλύζουν το κέντρο των πόλεων στην επικράτεια μιας εν ριπή οφθαλμού ακρωτηριασμένης χώρας, δεν μπορούσες παρά να αναρωτηθείς για την καταγωγή και για το συνακόλουθο σθένος ετούτης της επιταχυνόμενης αφύπνισης, που λες και περίμενε πίσω από κλειδωμένες πόρτες, με ιώβεια υπομονή, τρίβοντας το δάχτυλο στη σκανδάλη, φορτωμένη τόνους πτεροέντων ψευδών που κάθε τόσο λιποθυμούσαν επιδεικτικά μες στη δεξαμενή της παραπληροφόρησης, κρυμμένη πίσω από ουρανομήκεις μπαλοθιές -να γυρίσω να δω!- που επί έτη εκτοξεύονταν προς κάθε δυνατή κατεύθυνση, με μόνον αποδέκτη την βραδυκίνητη καλή μας πίστη, καλή πίστη που τώρα κατέρρεε στο κέντρο του δημοσίου διαλόγου, μες στη λάμψη ενός και μόνο δευτερολέπτου, σαν ορφανό κουφάρι υπέργηρης που κανείς πια δεν μπορούσε να ανατάξει. Όλα για λίγο έμοιασε να συμβαίνουν σε παράλληλους κόσμους, σε απομακρυσμένα σύμπαντα, προκειμένου να εκδιωχθεί με την διαδικασία του επείγοντος από το κέντρο της συλλογικής θέασης το απαγορευμένο, το μέσα στην ψυχή μας ήδη καθαρά αρθρωμένο, η χαίουσα απελπισία της αιμάτινης στιγμής, η ακαριαία παραδοχή πως ο βασιλεύς υπήρξε πράγματι γυμνός και παρέλαυνε στις κεντρικές λεωφόρους της χώρας αγέρωχος, υπερήφανος, αξιολύπητος, μπροστά στα μάτια όλων μας, μάτια που ήσαν μάρτυρες κακοί, αφού οι ψυχές μας ήσαν πια ψυχές βαρβάρων.  

Συνέχεια

Ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο μετά το δείπνο

Jacopo Bassano, «Ο Μυστικός Δείπνος», περ. 1546

Από ένα σεμινάριο που ολοκληρώθηκε στις 2 Απριλίου του 2023: 
Μια συνάντηση με τον Γιώργο Μουλουδάκη, στο Athenaeum, στο πλαίσιο του διαρκούς σεμιναρίου του με αφορμή την μουσική εκτέλεση. (*)

[ανιχνεύθηκαν στην αριστερή πάνω γωνία του τραπεζομάντηλου, όπως κοιτάμε από την είσοδο]

ο τρομοκράτης που αμφισβητεί τα δεδομένα / άφοβος σαν παιδί που αναγνωρίζει νέα όρια / στο χάος φτιάχνει χώρο για να ξαναχτίσει / αρχιερέας της στιγμής / παίζει για να θεραπευτεί απ’ τη ζωή που δεν του ανήκει / θεός και τέχνη προτιμούν φτωχές κρυψώνες / στενεύει η ευρυχωρία / ανόητος ο που λοξοκοιτάζει την αισθητική / διαπλέει θάλασσα του ισημερινού μέσα σε παγοθραυστικό / δεν γίνεται να μάθει κάτι που δεν ξέρει ήδη / συλλαβίζει το πρόσωπό του μες στον καθρέφτη των ήχων / ο θάνατος ριζώνει εκεί που δραπέτευσε το νόημα / θάνατος σ’ όλους τους δασκάλους / η επανάληψη ακονίζει όπλα ετοιμοπόλεμα / όπως οι μοναχοί πετά σκουπίδια της κάθε μέρας / ήχος με αξιοπρέπεια μιλάει μόνο σε αυτιά κωφών / θα ήταν διγαμία να ονειρεύεται μια ανεμώνη και να είναι επιτυχημένος / το ταλαντούχο του παιδί το είπαν μειονέκτημα / στον βυθό του συλλογικού περπατά ολομόναχος / το έργο ενηλικιώνεται έξω απ’ τον πατέρα / μιλά έξω απ’ τον χρόνο του για να ριζώνουνε τα λόγια / ψυχή ονομάζεται ένα κλειδωμένο ηχείο / το όργανο η κλειδαρότρυπα του απαγορευμένου χρόνου / σέβεται την αλήθεια μα και τα κατά συνθήκη ψεύδη του / λέει την τελευταία λέξη πριν απ’ την καταστροφή / χτίζει μια φάτνη για να ξαναγεννηθεί παρθένος κόσμος  

[βρέθηκαν κάτω αριστερά]

Συνέχεια

Η συνέχεια ενός σεμιναρίου με τον Γιώργο Μουλουδάκη στο Athenaeum

Συναντήσεις με τον Γιώργο Μουλουδάκη
στο Athenaeum

“Οι άλλοι ως ποιητικός τόπος”

(συνέχεια ενός σεμιναρίου με αφορμή την κιθάρα)

Κυριακή 2 Απριλίου 2023, 10:00

Ο Γιώργος Μουλουδάκης καλεί παλαιούς και νέους μαθητές και φίλους των σεμιναρίων του σε μια ημερίδα που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 2 Απριλίου, στον νέο χώρο του Athenaeum, στην οδό Κορινθίας 6, στους Αμπελόκηπους.

Στην συνάντηση θα γίνει μια συνοπτική παρουσίαση των κύριων θεμάτων με τα οποία η πρώτη περίοδος των σεμιναρίων καταπιάστηκε [2013-2019, με συνολικά 120 πυκνές ημέρες ενασχόλησης] και θα επιχειρηθεί ένας οδικός χάρτης του ενεστώτα χρόνου, με τις δυστοπίες και με τα νέα χαρακτηριστικά του.


Έναυσμα -όπως η ως εδώ πρακτική ανέδειξε- θα είναι η παρουσίαση/εκτέλεση, από μικρό αριθμό συμμετεχόντων, έργων για κιθάρα, αλλά και όποια ανάλογη παρουσίαση χρησιμοποιεί με ποιητικό τρόπο τα εκφραστικά της μέσα και κρίνεται συγγενής στο κλίμα της ομάδας. Οι παρουσιάσεις φιλοδοξούν να αποκαλύψουν εργαλεία προσωπικής ανάγνωσης του κόσμου και, παραλλήλως, των έργων.

Συνέχεια

Απομεινάρια μιας πτώσης

Tolis Tatolas – Remains of a Fall

Λαθραναγνώσεις μιας έκθεσης στο Γκάζι

Tolis Tatolas: «Remains of a Fall». Ατομική έκθεση φωτογραφίας
στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων (10-27 Φεβρουαρίου 2023)
 https://www.tolistatolas.com

Όχι, δεν πρόκειται για τον σεισμό στην Τουρκία και τη Συρία, δεν πρόκειται για το ωραίο περιοδικό ζάρωμα του φλοιού του πλανήτη, που βρίσκει το τέρας της αδιαφορίας των έλλογων κατοίκων του να ροχαλίζει αμέριμνο πάνω απ’ τα κέρδη των εργολάβων και τα ανοιχτά φέρετρα των κατασκευαστών, δεν πρόκειται για το ψυχικό ταρακούνημα της συναίσθησης της κοινής μας μοίρας που κάθε τόσο ξυπνά απ’ τον αιφνιδιαστικό πάταγο του αναπότρεπτου και μας υπενθυμίζει ότι το μόνο που ορίζουμε είναι ο μέσα ορίζοντας των πνευματικών ορυζώνων, που σε ανύποπτο χρόνο καλλιεργήσαμε και που τώρα είναι ο μόνος τόπος που μπορεί να θρέψει πιθανότητες εξόδου απ’ τον πανικό του τέλους μας, όχι, δεν πρόκειται για αυτό. 

Συνέχεια

Ο Νότης Μαυρουδής ανάμεσα στους κόσμους

(Νότης Μαυρουδής, 1945-2023)

Α

Περπάτησε τα πρώτα του βήματα σ’ ένα κελί των Φυλακών Αβέρωφ, πλάι στη μητέρα του, που ήταν πολιτική κρατούμενος. Έτσι λέγεται. Και έτσι είναι. Αν αντικρίζεις για πρώτη φορά τη ζωή ως μέλλουσα δωρεά, μαραθώνιο που στην αφετηρία του στριγκλίζει το κλειδί ενός αδιευκρίνιστου χρέους μέσα στη μήτρα της ελευθερίας, τότε ίσως σφραγίζεσαι από αυτό το σύνορο, το αμφίστομο τέρας που ανοιγοκλείνει τις μασέλες του πάνω απ’ τις σάρκες και των δύο κόσμων. Θα ήταν άραγε πρώιμο να ισχυριστώ ότι ο Νότης Μαυρουδής αρραβωνιάστηκε αυτό το σύνορο, χρίσθηκε ισόβιος ένοικος και των δύο ταυτοχρόνως πλευρών του κελιού, εκούσιος αποδέκτης μιας ατελούς ελευθερίας που έμελλε να ανθοφορήσει μέσα στις στερήσεις; Σκεπτόμενοι τη ζωή σαν ένα αίνιγμα οπτικής, έτσι που προτείνουν οι ποιητές και οι ερωτευμένοι, φιλεύσπλαχνη οφθαλμαπάτη που κάποτε σε κυριεύει και σε ακολουθεί, δεν ξέρουμε από ποια πλευρά θα εκστομίσουμε τώρα τις λέξεις μας, ακόμα και αυτές εδώ που έρπουν υπνοβατώντας προς το αδιέξοδο, τη μικρή τελεία που παρηγορεί για τα ανολοκλήρωτα. Ίσως έτσι να ήταν και μ’ αυτόν. Τον βλέπω να πατά με πέλματα γυμνά στο όριο των μεταμορφώσεων, στην κόψη του ενυπνίου, κατάσαρκα στο σύνορο που διαιρεί και γεφυρώνει, δεσμώτης του ιλίγγου που υπήρξε η πιο διαρκής του ταυτότητα. 

Συνέχεια